Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

ΔHMOKΡATIA Ή ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ;



[Δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες. Α’ Μέρος στο περιοδικό Μάγμα, αρ. 6, Ιούνιος 2010 και Β΄ Μέρος στο περιοδικό Πρόταγμα, αρ. 1, Δεκέμβριος 2010]


Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
oikonomouyorgos.blogspot.com

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ή ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ;

 


          Ένα ζήτημα που έχει επανέλθει τελευταίως στην πολιτική συζήτηση, με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι στο παρελθόν, ιδίως μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση από το φθινόπωρο του 2008, είναι το κατά πόσον τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, όπως έχουν εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, είναι βιώσιμα και με ποιον τρόπο μπορούν να βελτιωθούν. Εδώ και χρόνια αρκετοί διανοούμενοι και πολιτικοί προτείνουν γενικόλογα μέτρα για «καλύτερη αντιπροσώπευση», για «εκδημοκρατισμό των κομμάτων» και για «συμμετοχή» των ανθρώπων. Aυτά όμως παραμένουν πάντα στο επίπεδο του γενικού ευχολογίου, χωρίς ποτέ οι εκφραστές τους να προσπαθήσουν πραγματικά για την πραγματοποίησή τους με αποτέλεσμα να μην έχει θεσμισθεί κάτι το ουσιαστικό. Οι περισσότεροι όμως δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη βασική αρχή του πολιτεύματος, την αντιπροσώπευση, ούτε τα κόμματα και εν γένει τον κοινοβουλευτισμό. δηλαδή την ουσία και τα στηρίγματα του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος δεν τα θεωρούν μέρος του ζητήματος. Ετσι όμως οι συζητήσεις εγκλωβίζονται σε φαύλο κύκλο. Για να ξεφύγουν από αυτόν οι υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού προσπαθούν να αναιρέσουν τις αντιλήψεις οι οποίες αμφισβητούν ακριβώς αυτά που οι ίδιοι θεωρούν ιερά και απαραβίαστα.
Κυρίως στρέφονται κατά των αντιλήψεων που υποστηρίζουν την εισαγωγή θεσμών οι οποίοι επιτρέπουν τη συμμετοχή των ανθρώπων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας. Στρέφονται πιο πολύ κατά των ιδεών της (άμεσης) δημοκρατίας και της αυτονομίας.  Με τον τρόπο αυτό όμως καθιστούν έκδηλη αφ’ ενός την αδυναμία τους να υποστηρίξουν με ικανοποιητικό τρόπο το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα και αφ’ ετέρου την αμηχανία τους να στοιχειoθετήσουν μία θεωρία της αντιπροσώπευσης. Θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν υπάρχει μία ρητή ευπρεπής θεωρία υπέρ της αντιπροσώπευσης, και για τον λόγο αυτόν καταφεύγουν στις διαδικασιοκρατικές απόψεις, με τις οποίες, καθώς και με τα προηγούμενα ζητήματα που έθιξα, θα ασχοληθώ σε ετούτο το κείμενό μου. 
Στoυς υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού ανήκει και ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος με το πόνημά του Καστοριάδης και σύγχρονη πολιτική θεωρία (Ευρασία, 2009). Εντάσσεται όμως σε μία κατηγορία που δύσκολα συναντάται εν Ελλάδι: διαφωνεί με απόψεις άλλων προσπαθώντας να τεκμηριώσει τις διαφωνίες του, επιδιώκει το διάλογο και έτσι τον επιβάλλει. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαξιώνει τον φορέα των απόψεων με τις οποίες διαφωνεί, αλλά αντιθέτως τον σέβεται και τον υπολογίζει. Αυτή είναι η πρώτιστη, απαραίτητη συνθήκη   για ουσιαστική συζήτηση. Σε αυτή την αρχή στηρίζονται και οι διαφωνίες που εκφράζει σε ένα απόσπασμα από δικό μου κείμενο.[1] Τον ευχαριστώ γι’ αυτό, διότι μου δίνει την ευκαιρία κατ’ αρχάς να ξανασκεφθώ τα επίμαχα ζητήματα και εν συνεχεία να προσπαθήσω να τα διευκρινίσω, στα πλαίσια του ουσιαστικού διαλόγου. 
Πρέπει να πώ εξ αρχής ότι οι περισσότερες διαφωνίες του Γιώργου Ευαγγελόπουλου (Γ.Ε.) με τις απόψεις μου οφείλονται σε παρεξηγήσεις, προερχόμενες από το γεγονός ότι στηρίχθηκε σε μία μόνο παράγραφο ενός μόνο κειμένου μου, η οποία διαφωνούσε και απαντούσε συνοπτικώς, και όχι με αναλυτική επιχειρηματολογία, σε μία συγκεκριμένη θέση που υποστήριζε ότι ο  Berlin, o Popper και o Rawls είναι «θεωρητικοί της δημοκρατίας». Πιστεύω ότι εάν ο Γ. Ε. είχε συμβουλευθεί το βιβλίο μου Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία[2]- το οποίο αν και  αναφέρει στη σ. 91 όμως δεν το χρησιμοποιεί - θα είχαν αποσοβηθεί πολλές παρεξηγήσεις. Διότι τις περισσότερες διαφωνίες του στηρίζει σε υποτιθέμενες θέσεις μου, τις οποίες όμως δεν διαβάζει σε κάποιο κείμενό μου, αλλά τις φαντάζεται, δηλαδή συνομιλεί με άλλους και όχι με εμένα. Έτσι όμως χάνει την αντικειμενικότητα και τoν δρόμο προς την ουσία των απόψεών μου. Διευκρινίζω λοιπόν στη συνέχεια τα σημεία στα οποία εκφράζει τη διαφωνία του ο Γ. Ε προς τις απόψεις μου. Σημειωτέον ότι η διαφωνία του αναπτύσσεται σε τρία μέρη: α) σ. 56-65 β) σ. 66-71 γ) σ. 71-73. 
           
            Δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός

Κατ’ αρχάς δεν απαξιώνω πλήρως τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα και τις επιτεύξεις της νεωτερικότητας, όπως νομίζει ο Γ. Ε. (σ. 56) και επαναλαμβάνει στο δεύτερο μέρος της διαφωνίας του (σ. 68). Δεν θεωρώ τις αστικές ελευθερίες  τυπικές, ούτε ότι αποτελούν μορφές ιδεολογικής συγκάλυψης. Πιστεύω ότι αυτές είναι σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου στον αγώνα του για ελευθερία και αυτονομία. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες, oι θεσμοί προστασίας, ή έννομη τάξη και η πολιτεία δικαίου, που αναδύθηκαν ως αιτήματα με τον Διαφωτισμό και  τις αστικές επαναστάσεις τον 17ο και 18ο αιώνα αποτελούν τη δεύτερη εμφάνιση του προτάγματος της ελευθερίας και της αυτονομίας. Οι αγώνες γι’ αυτά, πολλές φορές αιματηροί, οδήγησαν βαθμιαίως στις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές κατακτήσεις. Αυτές οι κατακτήσεις παραμένουν, όχι τυπικές όπως πρεσβεύει η μαρξιστική αντίληψη, αλλά μερικές και αμυντικές, αφού δεν απολήγουν στην πολιτική ισότητα και την πολιτική ελευθερία, δηλαδή στην ίση συμμετοχή των ανθρώπων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων και γενικώς σε κάθε είδους ρητή εξουσία που υπάρχει εντός της κοινωνίας.[3] Η συμμετοχή αυτή σε όλες τις ρητές μορφές εξουσίας αποτελεί την ουσία της (άμεσης) δημοκρατίας.
            Αυτή η ουσιώδης και βασική έλλειψη αφαιρεί από τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα τον χαρακτηρισμό τους ως δημοκρατιών.  Τα πολιτεύματα αυτά από ιστορική και πολιτική άποψη δεν δικαιούνται τον χαρακτηρισμό δημοκρατίες, πρώτον, διότι τον έχουν σφετερισθεί από την αθηναϊκή δημοκρατία και δεύτερον, οι θεμελιώδεις αρχές και οι θεσμοί τους είναι εντελώς διαφορετικοί από τους θεσμούς και τις αρχές  της (άμεσης) δημοκρατίας. Πράγματι στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους και ασκούν αποκλειστικώς κάθε είδους εξουσία. Είναι καθαρές ολιγαρχίες, φιλελεύθερες ολιγαρχίες τις χαρακτήρισε ο Κ. Καστοριάδης - διότι υπάρχουν και ανελεύθερες (μουσουλμανικές χώρες, αραβικά και αφρικανικά κράτη, Κίνα, Κούβα). Αυτοχαρακτηρίζονται όμως δημοκρατίες προκειμένου να αποκρύψουν τον ολιγαρχικό χαρακτήρα τους.[4]
Εδώ έγκειται η βασική διαφορά μου με τον Γ. Ε., ο οποίος τα ονομάζει «κοινοβουλευτικές», «αντιπροσωπευτικές» ή «συνταγματικές» δημοκρατίες, όροι που επανέρχονται πολύ συχνά στο πόνημά του. Όμως δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικές ούτε δημοκρατίες. Οι βουλευτές δεν είναι «αντιπρόσωποι του λαού» (σ. 63), αλλά των δικών τους συμφερόντων και των οικείων τους, καθώς και των συμφερόντων των κομμάτων τους και των ανώτερων κυρίαρχων στρωμάτων. Σημειωτέον ότι το Σύνταγμα ορίζει ότι «Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος». Όμως η θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας δεν είναι το εθνικό συμφέρον, αλλά η κυριαρχία του δήμου. Αυτό σημαίνει ότι αποφασίζουν όλοι οι πολίτες άμεσα και όχι δι’ αντιπροσώπων για όλα τα σημαντικά ζητήματα της κοινωνίας και θεσπίζουν τους νόμους στην εκκλησία του δήμου.
Μία άλλη συμπληρωματική θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, είναι όχι οι εκλογές, αλλά η κλήρωση, πράγμα που τονίζουν τόσο ο Ηρόδοτος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης όσο και οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού (Σπινόζα, Χομπς, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). Επίσης η αρχή της λεγόμενης «λαϊκής κυριαρχίας» (σ. 67) όπως εννοείται στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα - δηλαδή ψηφοφορία από τον «λαό» κάθε τέσσερα έτη και κυριαρχία των αντιπροσώπων και των κομμάτων - ουδεμία σχέση έχει με την ουσιαστική κυριαρχία του δήμου στην (άμεση) δημοκρατία. Όπως επίσης για  τη λεγόμενη «καθολικότητα της συμμετοχής» θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι αφορά μόνο τη συμμετοχή στις εκλογές, και όχι στις αποφάσεις, στη νομοθεσία και γενικώς στην εξουσία. Όλες οι αποφάσεις στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα λαμβάνονται μετά τις εκλογές από τους ολίγους και όχι από το σύνολο των ανθρώπων, οι οποίοι καταντούν έτσι αντικείμενα της πολιτικής. Αντιθέτως, στην (άμεση) δημοκρατία τα άτομα είναι άμεσα υποκείμενα της πολιτικής.
Επομένως τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα δεν είναι δημοκρατίες, αλλά ολιγαρχίες. Το να θεωρούνται και να αποκαλούνται δημοκρατίες δηλώνει ιστορική άγνοια τόσο της αρχαιοελληνικής πραγματικότητας όσο και των αντιλήψεων των αρχαίων φιλοσόφων. Οι τελευταίοι είχαν σαφή κριτήρια διακρίσεως των πολιτευμάτων και δεν συνέχεαν δημοκρατία και ολιγαρχία. Όσοι από αυτούς δεν ήθελαν την (άμεση) δημοκρατία πρότειναν άλλα πολιτεύματα, στα οποία έδιναν ονόματα όπως «πολιτείες» ή «πάτριες πολιτείες», όχι όμως δημοκρατίες. Και όταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι αναφέρονται στη δημοκρατία εννοούν την άμεση και την περιγράφουν, όχι με εκλογές και κόμματα, αλλά με τις βασικές αρχές της: την άμεση παρουσία των πολιτών στην εκκλησία του δήμου και την κλήρωση.
 Ένα βασικό ζήτημα λοιπόν που πρέπει να διευκρινισθεί είναι τι σημαίνει (άμεση) δημοκρατία, διότι αυτή παραμένει εν πολλοίς ένα άγνωστο πολίτευμα και δεν διευκρινίζεται αρκούντως στο βιβλίο του Γ.Ε. Το σίγουρο είναι ότι δεν σημαίνει αναρχία και ασυδοσία, όπως φαίνεται να εννοεί ο Γ.Ε. (σ. 63). Δημοκρατία σημαίνει κυριαρχία του νόμου και όχι των ατόμων. Οι νόμοι θεσπίζονται από όλους τους πολίτες στον δημόσιο χώρο, με δημόσιο διάλογο και διαβούλευση, και τηρούνται αυστηρώς. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν πράττει έκαστος ό,τι επιθυμεί κατά το δοκούν, αλλά ακολουθεί θεσπισμένες διαδικασίες και συνταγματικές δεσμεύσεις. Υπάρχουν θεμελιώδεις νόμοι που δεν υπόκεινται σε μία τυχαία πλειοψηφία ή αλλαγή. Τέτοιοι νόμοι αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ατομικές ελευθερίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι θρησκευτικές ελευθερίες, τα δικαιώματα των μεταναστών κ.λπ. Για παράδειγμα, στην αθηναϊκή δημοκρατία υπήρχαν οιονεί συνταγματικές δεσμεύσεις, θεσμοί και διαδικασίες που δεν επέτρεπαν την ασυδοσία, όπως η γραφή παρανόμων, η γραφή νόμον μη επιτήδειον θείναι, το ουδέν απροβούλευτον. Αργότερα υπήρξαν οι μεταρρυθμίσεις των αναγραφέων των νόμων και των νομοθετών, που ενδυνάμωσαν το ήδη υπάρχον δεσμευτικό θεσμικό πλαίσιο.[5]
Αντιθέτως, στις σημερινές δυτικές κοινωνίες τα Συντάγματα είναι εν πολλοίς χάρτινες συνθήκες που παραβιάζονται από τις κυβερνητικές ελίτ ασυστόλως και κατά το δοκούν στις βασικές τους διατάξεις των ατομικών ελευθεριών, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των μεταναστών, των μη ανηκόντων στα κόμματα εξουσίας, των αδυνάτων και αδυνάμων. Εμφανές τελευταίο παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 21ου αιώνα με τους πολέμους στο Ιράκ και τα στρατόπεδα του Γκουαντάναμο και Αμπού Κράιμπ και στον 20ο αιὠνα με τις φυλετικές διακρίσεις, οι οποίες, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, καταργήθηκαν μετά από σκληρούς αγώνες των μαύρων τη δεκαετία του 1970. Είχαν προηγηθεί στον 20ο αιώνα η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία με την απαράδεκτη αποικιοκρατία τους στην Ασία, Αφρική, Λ. Αμερική, το απαρτχάιντ, την επίσημη και ανεπίσημη δουλεία κ.λπ. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο λεγόμενος «ελεύθερος κόσμος», ο υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ευνόησε και υπεστήριξε εμφανώς ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα στην Κορέα, στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη, στο Λάος, στην Κεντρική και Νότια Αμερική, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στην Ελλάδα – δηλαδή καθεστώτα που αρνήθηκαν και κατήργησαν την ελευθερία και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα των λαών τους.   
Και φυσικά στην ακραία περίπτωση, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, είναι εύκολο σε μία στρατιωτική κλίκα να καταργήσει το Σύνταγμα και να επιβάλλει τη δικτατορία της. Η Ελλάς έχει πικρή πείρα από τις δύο τελευταίες δικτατορίες του Μεταξά (1936) και του Παπαδόπουλου (1967): η μεν πρώτη επιβλήθηκε με τη συναίνεση του κοινοβουλίου, η δε δεύτερη ένεκα της παρακμής και της αδυναμίας του κοινοβουλίου και χάρη στη βοήθεια των ΗΠΑ και της CIA.        
Δεν θα ήθελα να επεκταθώ εδώ στις αρχές και τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας. Για περισσότερα ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στα ανωτέρω αναφερθέντα βιβλία μου.[6] Είναι απαραίτητο όμως να διευκρινίσω ορισμένα σημεία που θίγονται στο βιβλίο του Γ. Ε.
Α) Η δημοκρατία κατά τη γνώμη μου δεν αποσκοπεί στο εύ ζήν, όπως γράφει ο Γ. Ε. (σ. 61) αλλά στην ελευθερία και την αυτονομία, πράγμα που δέχεται και ο Κ. Καστοριάδης.[7] Αντιθέτως, το ευ ζήν τίθεται ως σκοπός της κοινωνίας και της πολιτικής από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, καθώς και από φασιστικά, κομμουνιστικά και σημερινά πολιτεύματα, με διαφορετικά συμφραζόμενα βεβαίως. Λίαν εύγλωττο είναι το παράδειγμα των ΗΠΑ: ενώ η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας διεκήρυσσε πίστη «στη ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας» το μετέπειτα Σύνταγμα δήλωνε πίστη «στη ζωή, την ελευθερία και την περιουσία». Το ευ ζήν, η ευτυχία, για τα σύχρονα πολιτεύματα ταυτίζεται με την περιουσία και την υλική ευημερία. Αυτά όμως είναι ατομική υπόθεση και όχι συλλογική, είναι υπόθεση της ηθικής και όχι της πολιτικής. Μιλώντας γενικά μπορούμε να δεχθούμε καταχρηστικώς ότι το ευ ζην είναι σκοπός κάθε κοινωνίας, αλλά δεν είναι προσδιοριστικό της πολιτικής και του πολιτεύματος.
Β) Δεν αγνοώ τα αρνητικά γεγονότα που αναφέρει ο Γ. Ε. για την αθηναϊκή δημοκρατία (σ. 62) - θα μπορούσα να απαριθμήσω και άλλα. Αυτά είναι άλλωστε τα προσφιλή αρνητικά που της προσάπτουν οι σκεπτικιστές, οι αντίπαλοι και οι εχθροί της. Ποτέ δεν υποστήριξα ότι η δημοκρατία είναι το τέλειο και άμωμο πολίτευμα.  η έννοια της τελειότητας έχει θρησκευτική ή μεταφυσική καταγωγή και ως εκ τούτου είναι εξωπραγματική και ιδεολόγημα. Η δημοκρατία είναι, στο μέτρο του δυνατού, η πραγματική δίκαιη κοινωνία, διότι κηρύσσει και πραγματοποιεί την απόλυτη πολιτική ισότητα και ταυτοχρόνως διατηρεί πάντοτε ανοικτά στον δημόσιο χώρο τα θεμελιώδη ερωτήματα: τι σημαίνει δίκαιη κοινωνία, τι σημαίνει δίκαιος νόμος. Οποιοδήποτε άλλο κήρυγμα περί ισότητας, είτε του Διαφωτισμού, είτε του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού, όπως δείχνουν και οι πραγματοποιημένες μορφές τους, παρέμεινε μερικό και ατελέσφορο.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί επί του προκειμένου ότι όσοι αναφέρουν τα αρνητικά γεγονότα της αθηναϊκής δημοκρατίας αγνοούν ή ξεχνούν συνήθως να αναφέρουν τα θετικά, τα οποία βεβαίως δεν συγκρίνονται σε αριθμό, σημασία και σπουδαιότητα με τα αρνητικά. Στο θέμα αυτό δεν μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε συμψηφισμός. Η μεροληπτική στάση, το να αναφέρεται κανείς στα ελάχιστα μικρά (στις εξαιρέσεις), αποσιωπώντας ή αγνοώντας τα απειράριθμα μεγάλα και θαυμαστά (τον κανόνα), είναι τουλάχιστον δείγμα ιστορικής άγνοιας, επιλεκτικής μνήμης ή ιδεολογικής επιλογής. αποκρύπτει ή αγνοεί τις σημαντικώτατες κατακτήσεις του δημοκρατικού κινήματος και ιδίως της αθηναϊκής δημοκρατίας, που για πρώτη φορά στην Ιστορία δημιούργησε πρώτον, ένα εκπληκτικό πολιτικό πλαίσιο: γραπτό νόμος, ανοικτά δικαστήρια πολιτών, νομικός και δικαιικός πολιτισμός, ατομική και πολιτική ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, ισονομία, ισηγορία, παρρησία, λόγος, πολίτης, πολιτική, δημοκρατία. και δεύτερον, έναν εκπληκτικό πολιτισμό σε όλους τους τομείς του επιστητού: ιστοριογραφία, φιλοσοφία, επιστήμη, ρητορική, τραγωδία, κωμωδία, ιατρική, ποίηση, μουσική, γλυπτική, αρχιτεκτονική.
Οι δημιουργίες αυτές προήλθαν από τη δράση του αθηναϊκού δήμου, από το δημοκρατικό πολίτευμα, που τόσο έχουν συκοφαντηθεί και απαξιωθεί από τους ποικίλους αντιπάλους και ομολογημένους εχθρούς τoυς, όχι μόνο στην εποχή τους αλλά και στους μεταγενέστερους αιώνες μέχρι των ημερών μας. Ο Κ. Καστοριάδης ανέδειξε την (άμεση) δημοκρατία, και την εισήγαγε στην πολιτική συζήτηση, ως συστατικό στοιχείο του προτάγματος της αυτονομίας. Το πρόταγμα αυτό αναδύθηκε δυστυχώς μόνο στα πλαίσια του ελληνοδυτικού πολιτισμού, και όχι στις ασιατικές, αφρικανικές, μουσουλμανικές ή βουδιστικές χώρες. Ούτε στην Περσία, στη Βαβυλωνία ούτε στο Ιράκ, στην Κίνα ή το Θιβέτ, ούτε στην  Ινδία ή στους Αζτέκους. Μπορεί να υπήρξαν ή να υπάρχουν ορισμένες φυλές ή κοινότητες ανά τον κόσμο που να έχουν συνήθειες συνελεύσεων και συλλογικών αποφάσεων, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν δημοκρατικές κοινωνίες.[8]

Όσον αφορά τη γνώμη τρίτου που επικαλείται ο Γ. Ε. (σ. 64) δυστυχώς το απόσπασμα που παραθέτει - απομονωμένο από το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου υποθέτω θα αποκτά ένα νόημα - περισσότερα ζητήματα δημιουργεί παρά λύνει. Και αυτό διότι είναι γενικό και αόριστο και ένεκα της αοριστίας του απαιτεί τρεις βασικές διασαφήσεις: τι σημαίνει ο όρος «διαβουλευτική δημοκρατία», τι «θεσμική αυτονομία των πολιτών» και τι «καθεστώς ίσης ελευθερίας». Ενώ οι όροι αυτοί θεωρούνται δεδομένοι και αποδεκτοί από τον Γ. Ε. εν τούτοις δεν είναι προφανές ότι γίνονται ευρύτερα κατανοητοί και αποδεκτοί. Με άλλα λόγια χρειάζεται κάποια συζήτηση, ανάλυση και επιχειρηματολογία. Ο όρος λ.χ. δημοκρατία και η ουσία της έχουν ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ  από τα ποικίλα επίθετα που της έχουν επισυνάψει πολλοί, έκαστος κατά το δοκούν, χωρίς ιδιαίτερο λόγο («διαβουλευτική», «λειτουργική», «μαζική», «ηλεκτρονική»).[9] Η δημοκρατία δεν έχει και δεν χρειάζεται επίθετα. τα επίθετα επιτίθενται στο ουσιαστικό, στην ουσία, αναιρούν την ουσία. Το μόνο επίθετο που καταχρηστικώς θα μπορούσαμε να δεχθούμε, αν και είναι πλεονασμός, είναι «άμεση»: η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση. «Έμμεση» δημοκρατία και όλα τα σχετικά επίθετα («αστική», «κοινοβουλευτική», "αντιπροσωπευτική" κ.ά) είναι λανθασμένες και ιδεολογικές κατασκευές.
Επίσης οι όροι «αυτονομία» και «ελευθερία», που περιέχονται στο εν λόγω απόσπασμα, χρήζουν εννοιολογικής  και πραγματολογικής διασαφήσεως, διότι και αυτοί έχουν χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τις πιο ετερογενείς πηγές, και  όπως εν προκειμένω παρατίθενται δεν σημαίνουν και πολλά πράγματα, μένουν μετέωροι. Το ίδιο ισχύει και για τις έννοιες της «ισότητας», της «αυτοπραγμάτωσης» και   του «αυτοπροσδιορισμού» που ο Γ. Ε. αναφέρει ως στοιχεία της θεωρίας του R. Dworkin (σ. 19-22). Ο Κ. Καστοριάδης πάντως έδωσε στις έννοιες αυτές διαυγή φιλοσοφική και πολιτική σημασία, κατέδειξε δε ότι αυτές είναι αδύνατον να βρουν την ολική ενσάρκωσή τους στις δυτικές φιλελεύθερες ολιγαρχίες και ως εκ τούτου είναι δυνατές μόνο στην επιθυμητή δημοκρατική κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου, σε ένα βιβλίο που αναφέρεται στις πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη θα έπρεπε να αναφερθεί  η συμβολή του στη συζήτηση αυτών των εννοιών, έτσι ώστε να δειχθεί ότι διαφοροποιείται ή έστω ότι αναιρείται από τις αναφερόμενες ή από άλλες ερμηνείες και απόψεις. 

Διαδικασιοκρατικές αντιλήψεις

 Η αντίληψη ότι η δημοκρατία είναι διαδικασιοκρατική είναι ξένη προς την αντίληψή μου (σ. 60-61) και συμμερίζομαι απολύτως την κριτική του Κ. Καστοριάδη στις διαδικασιοκρατικές αντιλήψεις.[10] Ένα πράγμα που πρέπει να επισημανθεί εν προκειμένω είναι ότι το να λαμβάνονται οι αποφάσεις ή να θεσπίζονται οι νόμοι από τον έναν, τους ολίγους ή όλους δεν είναι διαδικασιοκρατικό ζήτημα, αλλά ουσίας, και αποτελεί κριτήριο χαρακτηρισμού του πολιτεύματος, όπως άλλωστε διδάσκουν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι.
Επίσης δεν πιστεύω ότι οι πολλοί όταν γίνουν το κύριον της πόλεως αυτομάτως θα λαμβάνουν ορθολογικές και σωστές αποφάσεις. Ποτέ δεν έγραψα ότι η εγκαθίδρυση θεσμών άμεσης δημοκρατίας λύνει το πολιτικό πρόβλημα άπαξ δια παντός, όπως νομίζει ο Γ. Ε. (σ. 61). Πιστεύω  ότι η δημοκρατία είναι ένα ανοικτό πολίτευμα, στο οποίο υπάρχει ένας πραγματικός και ουσιαστικός δημόσιος πολιτικός χώρος, εντός του οποίου όλες οι πληροφορίες και οι γνώσεις, καθώς και οι γνώμες και τα επιχειρήματα, κυκλοφορούν κατά το δυνατόν ελεύθερα. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατική κοινωνία βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αλλαγή. Με άλλα λόγια υπάρχουν πάντα ζητήματα που επιζητούν απάντηση και διακυβεύματα που απαιτούν εγρήγορση και προχώρημα, άρα ενέχουν την πιθανότητα του λάθους.
Η λανθασμένη απόφαση ελλοχεύει πάντοτε σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, ατομική και συλλογική. Ουδείς δύναται να εξασφαλίσει την κοινότητα από το λάθος, ούτε θεός, ούτε κόμμα, ούτε αρχηγός ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα. Ίσως δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί η τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως την πλευρά αυτή ανέδειξε για πρώτη φορά η αθηναϊκή κοινωνία με εκπληκτικό τρόπο,  μέσω της τραγωδίας. Η έννοια του τραγικού και ο προβληματισμός γύρω από αυτό είναι δημιούργημα της δημοκρατίας. Πολύ σωστά ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι κακώς γίνεται λόγος για ελληνική τραγωδία - η τραγωδία ήταν αθηναϊκή. Αυτό που «διδάσκει» η τραγωδία είναι ότι η μόνη εγγύηση για την αποφυγή καταστροφικών λαθών είναι η ωριμότητα, η ηθική και πολιτική εγρήγορση της ίδιας της κοινότητας, η συνεργασία και η αλληλεγγύη, η υπευθυνότητα και η συ(ν)ζήτηση, η παιδεία, το μοίρασμα της αγωνίας και της μέριμνας για το κοινό αγαθό, η φρόνησις και η σωφροσύνη.

Το πολιτικό υποκείμενο

Πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι δεν διακατέχομαι από κάποια έννοια ενός προϋπάρχοντος και προκαθορισμένου συλλογικού υποκειμένου, το οποίο επειδή αποκαλείται «λαός» είναι αλάνθαστο, αναμάρτητο, διαφανές. Το υποκείμενο-λαός δεν υφίσταται ως άμεσο δεδομένο της πολιτικής,  πριν από οποιαδήποτε συζήτηση και υπεράνω πάσης υποψίας. Μία τέτοια εικόνα του «λαού» ως έσχατης ιδρυτικής αρχής της πολιτικής είναι μία θεωρητική αφαίρεση και ιδεολογική ψευδαίσθηση. Μια τέτοια υποστασιοποίηση του «λαού» προέρχεται από τον γερμανικό ρομαντισμό που προβάλλει την έννοια της ρίζας και της παράδοσης. Αυτήν την έννοια κληρονόμησαν και οι ποικίλοι εθνικισμοί. Αντιθέτως το συλλογικό υποκείμενο της δημοκρατίας είναι διαρκώς ζητούμενο και αυτοσυγκροτούμενο ως τέτοιο. Εμφανίζεται κάποια στιγμή στο προσκήνιο της ιστορίας, από το παρασκήνιο της ανυπαρξίας που ήταν ριγμένο μέχρι τότε, στερούμενο προσώπου, φωνής και οντότητας, και διεκδικεί ακριβώς πρόσωπο, φωνή και παρουσία. Διεκδικεί συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα, συμμετοχή στις αποφάσεις και στην εξουσία.
Το πολιτικό υποκείμενο στη δημοκρατική αντίληψη ταυτίζεται με τον δημόσιο χώρο, είναι αδιανόητο και ανύπαρκτο χωρίς αυτόν. Εντός αυτού του χώρου, συγκροτείται ως συλλογικό πια υποκείμενο, εμπλουτίζεται από τις εκφραζόμενες αντιθέσεις και εκδηλώνει μία έλλογη «γενική βούληση», με τρόπο ανεξάρτητο και αυτόνομο από κάθε είδους μηχανισμό που ασκεί εξουσία μέσα στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, την οποία αφαιρεί από τους πολλούς. Το πολιτικό υποκείμενο, δηλαδή, αυτοσυγκροτείται με τρόπο ανεξάρτητο από το κράτος, από τα κόμματα, από τους «αντιπροσώπους», από τα ΜΜΕ, από τις ποικιλώνυμες συντεχνίες και κογκλάβια. Μόνο σε αυτή την περίπτωση οι πολλοί αποκτούν εξουσία, τότε ο «λαός» είναι κυρίαρχος, μόνο τότε υπάρχει η «λαϊκή κυριαρχία». Τότε γεννάται η εξουσία του δήμου, όταν οι άνθρωποι συγκεντρώνονται και συνασπίζονται, και εξαφανίζεται όταν «για οποιονδήποτε λόγο, οι άνθρωποι διασκορπίζονται και εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλον», όπως σημειώνει εύστοχα η Hannah Arendt.[11] Τα απομονωμένα άτομα και ομάδες δεν έχουν καμία εξουσία. Οι πολλοί λοιπόν αποκτούν πρόσωπο και υπόσταση με την συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα και δη στην εξουσία, είναι η στιγμή που η ανώνυμη συλλογικότητα αυτοσυγκροτείται ως δήμος. Όταν, δηλαδή, αναδύεται το πρόταγμα της αυτονομίας, όπως λέει ο Καστοριάδης. Αυτό έγινε με ριζικό και ολικό τρόπο δύο φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας (στις αρχαίες ελληνικές πόλεις και στους Νέους Χρόνους).  
Αντιθέτως, την υποστασιοποίηση του «λαού» και της «λαϊκής κυριαρχίας» καθιερώνουν τα νεωτερικά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα με τα συντάγματα και τις διακηρύξεις τους. Η καθιέρωση αυτή επιβάλλει τη νομιμοποίηση της εξουσίας των ολίγων με μία ιδεολογική χρήση των όρων «λαός» και  «λαϊκή κυριαρχία»: ο «λαός» είναι κάπου εκεί έξω για να προσέλθει στις κάλπες σε τακτά χρονικά διαστήματα, να εκλέξει τους «αντιπροσώπους», οι οποίοι ενσαρκώνουν δια μαγικού τρόπου τη «λαϊκή κυριαρχία», και κατόπιν να απέλθει οίκαδε. Πρόκειται στην ουσία για υποστασιοποίηση του αντιπροσωπευτικού σώματος και απαξίωση-εξορία των πολλών στο περιθώριο των αποφάσεων και της εξουσίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται φυσικά μετά τις εκλογές από τους «αντιπροσώπους».

Αντιπροσώπευση

Εγείρεται όμως εδώ ένα σημαντικό ερώτημα: τι αντιπροσωπεύεται στην περίπτωση αυτή; Οι υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού  διατείνονται ότι αντιπροσωπεύεται η βούληση, η επιθυμία των εκλογέων.  Αυτό όμως θα γινόταν μόνο στην περίπτωση που υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση προς τον βουλευτή για συγκεκριμένη βούληση του εκλογέα και ταυτόχρονη δέσμευση του πρώτου για την τήρησή της. Αυτό όμως δεν συμβαίνει άρα δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αντιπροσώπευση.[12] Μήπως όμως οι βουλευτές ανιπροσωπεύουν γενικώς τις γνώμες και τις βουλήσεις των εκλογέων; Ούτε και αυτό συμβαίνει διότι οι γνώμες (δόξαι) για να αντιπροσωπευθούν πρέπει κατ’ αρχάς να υπάρξουν. Αλλά οι γνώμες του «λαού» είναι στην πραγματικότητα ανεξακρίβωτες για τον λόγο ότι είναι ανύπαρκτες. Οι γνώμες διαμορφώνονται και υπάρχουν σε μία διαδικασία ανοικτής συζήτησης και δημοσίου διαλόγου, όπως ειπώθηκε προηγουμένως. Όπου όμως δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα για τον σχηματισμό γνωμών, όπως συμβαίνει στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, ίσως να υπάρχουν ψυχικές διαθέσεις των μαζών, αλλά καμία γνώμη, όπως σημειώνει η Hannah Arendt.[13]
Συνεπώς οι βουλήσεις, οι επιθυμίες, οι γνώμες και οι πράξεις δεν αντιπροσωπεύονται. Το μόνο που μπορεί να αντιπροσωπευθεί είναι το συμφέρον. Όμως στην περίπτωση αυτή πρόκειται, όχι για το συμφέρον του «λαού» ή των κατωτέρων στρωμάτων, αλλά για το συμφέρον της ανώτερης τάξεως. Ο λόγος είναι ότι αυτή αποτελεί μία ολιγάριθμη ομάδα με οικονομική και κοινωνική δύναμη, με σαφείς απόψεις, τις οποίες επιβάλλει στους ολίγους υπουργούς και γραφειοκράτες με όλα τα μέσα που διαθέτει, κυρίως μέσω της διαφθοράς: χρηματοδότηση τόσο ατομική όσο και κομματική για τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας και προπαγάνδας, στοιχείων απαραιτήτων για την εκλογική νίκη.   
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα των υποστηρικτών του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος είναι το εξής: επειδή είναι δύσκολο να «συνευρεθούν» τα εκατομμύρια των σημερινών κοινωνιών για να αποφασίσουν ή να νομοθετήσουν είναι έτσι πιο εύκολο να αποφασίζουν οι ολίγοι εκλεκτοί. Με άλλα λόγια η διαδικασιοκρατική αντίληψη είναι κυρίαρχη στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα. Επί πλέον υποστηρίζουν ότι οι πολλοί παρασύρονται από τα πάθη και τις αδυναμίες τους και γι’ αυτό είναι προτιμώτερο να αποφασίζουν οι ολίγοι «εκλεκτοί» Προς τούτο αρκεί η αντιπροσώπευση με τη διαδικασία των εκλογών, με τα κόμματα και όλα τα συμπαρομαρτούντα.
 Οι αντιλήψεις αυτές είναι εμφανείς σε ένα απόσπασμα των Αμερικανών «Ιδρυτών Πατέρων» (Founding Fathers) το 1787, το οποίο προσπαθεί να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα του θεσμού της Γερουσίας: «Δεν θα διστάσω να προσθέσω ότι ένας τέτοιος θεσμός μπορεί μερικές φορές να είναι αναγκαίος, για να προστατεύσει τους ανθρώπους από τα ίδια τους τα πρόσκαιρα λάθη και τις πλάνες τους...Υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες στιγμές στις δημόσιες υποθέσεις, στις οποίες οι άνθρωποι, υποκινημένοι από κάποιο αχαλίνωτο πάθος ή κάποιο αθέμιτο όφελος, μπορεί να απαιτήσουν ορισμένα πολιτικά  μέτρα, για τα οποία οι ίδιοι αργότερα θα θρηνήσουν και θα τα καταδικάσουν. Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη η παρέμβαση ενός ψύχραιμου και σεβαστού σώματος πολιτών, προκειμένου να ελέγξει την παραπλανημένη ορμή των ανθρώπων και να αναστείλει την έκρηξή τους, μέχρι να επικρατήσουν ξανά η λογική, η δικαιοσύνη και η αλήθεια στο μυαλό του λαού;».[14]
Η θέση αυτή επισφραγίζει την απαξίωση των πολλών και της (άμεσης) δημοκρατίας στους νεώτερους χρόνους, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις πλατωνικές και αριστοτελικές προκαταλήψεις. Αποτελεί την ιδρυτική αρχή του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος και εισάγει ταυτοχρόνως τη διαδικασιοκρατική αντίληψη, χωρίς να εξηγεί εντούτοις γιατί οι αντιπρόσωποι δεν υποκινούνται από «κάποιο αχαλίνωτο πάθος ή κάποιο αθέμιτο όφελος», πράγματα που συμβαίνουν άλλωστε σε οποιουσδήοτε αντιπροσώπους. Αποτελεί όμως η θέση αυτή και την εγγύηση που δίνουν οι υποστηρικτές του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος για την αποφυγή των πολιτικών λαθών, απάντηση αντίθετη ακριβώς από αυτήν της δημοκρατίας που είδαμε λίγο πιο πριν. Δεν ασχολούμαι εδώ με την ουσία του αποσπάσματος και την κριτική του, όπως λ.χ. την αξιωματική αποδοχή του ότι ο αντιπρόσωπος δεν χαρακτηρίζεται από  «αχαλίνωτο πάθος» και «αθέμιτο όφελος». Οι σύγχρονοι αντιπρόσωποι χαρακτρίζονυαι κυρίως από αυτά.         

Οι εκτροπές του κοινοβουλευτισμού

Eξετάζοντας όμως την ιστορία των δυτικών κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων διαπιστώνει κανείς ευκόλως ότι αυτά δεν λαμβάνουν ορθολογικές και σωστές αποφάσεις, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Γ. Ε. Η ιστορία του κοινοβουλευτισμού βρίθει αρνητικών αποφάσεων, και δεν θα ήταν υπερβολή εάν έλεγε κανείς  ότι, κατά το πλείστον και στα βασικότερα θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις διευθυντικές ελίτ είναι λανθασμένες. Εννοείται λανθασμένες για το σύνολο και το κοινό αγαθό και σωστές για τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Οι αποφάσεις τους για το περιβάλλον οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε καταστροφικά αποτελέσματα: μόλυνση, ασθένειες, κλιματική αλλαγή,  λυώσιμο των πάγων στους πόλους, άνοδο της θερμοκρασίας, κ.λπ. Τελευταίως είχαμε την πολλοστή περίπτωση αποτυχίας των ηγετών των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων για κάποια συμφωνία μέτρων στη σύνοδο της Κοπεγχάγης για το κλίμα (2009). Οι πόλεμοι που έχουν λεηλατήσει την ανθρωπότητα τον 19ο και 20ο αιώνα προήλθαν από τις εξουσίες των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων. Οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις, του 1929 και 2008 για να μείνουμε στις μεγάλες, οφείλονται τόσο στην ανικανότητα όσο και στην απληστία των κυρίαρχων εξουσιών των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων. Ο κραυγαλέος και αντιανθρώπινος νεοφιλελευθερισμός επινοήθηκε απο τις οικονομικές ολιγαρχίες και αποφασίσθηκε από τις εξουσίες του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος.
Οι ανεξέλεγκτες φαρμακευτικές εταιρείες λυμαίνονται την υγεία των ανθρώπων χάρις στις σκανδαλωδώς χαριστικές ρυθμίσεις και την ανοχή των κυβερνήσεων των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων. Τελευταίο δείγμα ο ευνοϊκός χειρισμός στη διάθεση του εμβολίου για την καταπολέμηση του ιού της γρίπης των χοίρων (2009). Επίσης οι ασθένειες που μαστίζουν τα δύστυχα ζώα από τα οποία ο άνθρωπος προμηθεύεται τις βασικές πρώτες ύλες της διατροφής προέρχονται από τις απαράδεκτες συνθήκες μαζικής εκτροφής και παραγωγής με σκοπό το κέρδος (αγελάδες, πρόβατα, κοτόπουλα). Οι περισσότερες τροφές είναι γεμάτες από τοξίνες, δηλητήρια, φάρμακα, χημικά με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των καρκίνων, καρδιοπαθειών, παχυσαρκίας, κ.λπ. Αυτά όλα οφείλονται στην κυρίαρχη φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού, το εμπόρευμα: η υγεία, η διατροφή υποκύπτουν στον αδυσώπητο κανόνα του εμπορεύματος και του κέρδους, τα οποία επιτρέπουν οι κοινοβουλευτικές εξουσίες.
Όπως ακριβώς και η πληροφόρηση. Πράγματι, οι λανθασμένες και μεροληπτικές αποφάσεις των κυρίαρχων κοινοβουλίων και κυβερνήσεων είναι αυτές που επέτρεψαν στα παντοδύναμα mass media να αποκτήσουν τη σημερινή αυτοκρατορική εξουσία, που εξαγοράζει πολιτικούς και κυβερνήσεις αναπαράγοντας τον φαύλο κύκλο της διαφθοράς. Επί πλέον οι δύο μεγάλες μάστιγες του 20ου αιώνα, ο ναζισμός και ο φασισμός προήλθαν από τους κόλπους των κοινοβουλίων και με την συγκατάθεση των κυρίαρχων ελίτ. Σημειωτέον ότι πριν το 1940 στην Ευρώπη, την «κοιτίδα του κονοβουλευτισμού», μόνο τα κοινοβούλια της Μ. Βρεττανίας και της Ελβετίας δεν είχαν υποκύψει στους μελανοχίτωνες. Αλλά και πιο πριν, η απεχθής αποικιοκρατία στις χώρες του τρίτου κόσμου με την υποδούλωση, εκμετάλλευση, καταπίεση, καταστολή και εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων είναι έργο των δυτικών αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων. 
Εν ολίγοις, τα μεγάλα προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα τους δύο τελευταίους αιώνες δεν πέφτουν από τον ουρανό ούτε ενσκήπτουν από τα κακά πνεύματα, από τη μοίρα ή κάποιο πεπρωμένο, από την ανθρώπινη φύση ή από τους πολλούς και τη δημοκρατία, αλλά οφείλονται στις ολιγαρχικές κυβερνήσεις, που επιτρέπουν την κατίσχυση των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων εις βάρος του κοινού αγαθού. Επί πλέον οι διευθυντικές ελίτ των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων φροντίζουν να αναδεικνύουν στην πολιτική ηγεσία ανθρώπους μέτριους, ασήμαντους, μειωμένων ικανοτήτων και προσόντων για να τους ελέγχουν πιο εύκολα. Σε αυτό συντελεί η χειραγώγηση των κομματικών οπαδών και γενικότερα των ψηφοφόρων από τα ΜΜΕ, από τους μηχανισμούς των   κομμάτων, του συστήματος και τις αυλές των ισχυρών οικογενειών. Αυτά οφείλονται στην αδυναμία ή αδιαφορία των κυβερνήσεων (φιλελεύθερων, σοσιαλιστικών, οικολογικών) για ουσιαστικό έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων, ή όπως συνήθως καταγγέλλεται στην διαφθορά των πολιτικών ηγεσιών από τα τεράστια πολυεθνικά οικονομικά συμφέροντα.
Επομένως, οι κυβερνήσεις των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων είναι δέσμιες των μεγάλων συμφερόντων, των Τραπεζών, των βιομηχανιών, των επιχειρήσεων και των ΜΜΕ και ως εκ τούτου οι αποφάσεις τους είναι εμφανώς άδικες, επειδή υποστηρίζουν όχι το κοινό ή δημόσιο αγαθό, αλλά τα ιδιωτικά συμφέροντα, με ιδιαζόντως κυνικό τρόπο. Στις περιπτώσεις που κατακτήθηκαν δικαιώματα και παροχές ο κύριος παράγοντας ήταν μόνο οι αγώνες των ανθρώπων, του εργατικού κινήματος και του ευρύτερου λαϊκού. Δεν τα παραχώρησαν οι κυβερνητικές ολιγαρχικές εξουσίες και τα κόμματα, ούτε οι αντιπρόσωποι ή ο καπιταλισμός. Όλοι αυτοί ήταν αντίθετοι στην παραχώρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οι αδυναμίες και το παράλογο της αντιπροσώπευσης έχουν τεκμηριωθεί ικανοποιητικώς από αρκετούς συγγραφείς λ.χ. τον Rousseau και τον Καστοριάδη.
Αν επί πλέον μιλήσουμε για την Ελλάδα τότε τα πράγματα αγγίζουν το επίπεδο του γελοίου, αφού  τα κυβερνητικά κόμματα που λυμαίνονται τον πολιτικό, οικονομικό και ηθικό βίο της χώρας επί δεκαετίες επέδειξαν μεγάλη αναλγησία και κυνισμό οδηγώντας τη χώρα στην χρεωκοπία και την παρακμή. Οι ανίκανες και διεφθαρμένες κυβερνήσεις εν αγαστή συνεργασία με τα κυρίαρχα οικονομικώς και κοινωνικώς ανώτερα στρώματα κατασπατάλησαν την τεράστια οικονομική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταχρέωσαν τη χώρα υπηρετώντας τις πελατειακές σχέσεις τους, κυρίως με το «μεγάλο φαγοπότι» των Ολυμπιακών αγώνων, χωρίς περίσκεψη χωρίς αιδώ. Είναι οι ίδιες που έχουν καταβαραθρώσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας με διαλυμένα δημόσια νοσοκομεία, που έχουν απαξιώσει πλήρως τη δημόσια εκπαίδευση, που έχουν αφήσει να καταστραφούν τα δάση, οι θάλασσες και το φυσικό περιβάλλον από τα χιλιάδες «νόμιμα» αυθαίρετα, κ.ο.κ.
Η διακυβέρνηση της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες, με τον κυνισμό των διεφθαρμένων κυβερνητικών, κρατικών και κομματικών μηχανισμών,  δηλώνει την πλήρη αποτυχία τόσο των «ειδικών» και επαγγελματιών του πολιτικού όσο και της υποστασιοποιημένης έννοιας του αλάνθαστου «λαού», την οποία διαδίδουν οι κομματικοί εξουσιαστές, που ανέφερα προηγουμένως. Θα πρέπει κανείς να είναι αδιόρθωτος κομματικός, επωφελούμενος από τις κρατικές παροχές, παρακοιμώμενος της εξουσίας ή θιασώτης θαυμάτων και θύμα εθνικιστικών μύθων, αναλόγων με αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά», για να πιστεύει ότι η ανικανότητα και η διαφθορά των οικογενειοκρατικών κομμάτων είναι ικανές να ανασύρουν τη χώρα από την καταστροφή, στην οποία ακριβώς αυτά την οδήγησαν.[15]

Συνεπώς, βασικό χαρακτηριστικό του σημερινού αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος είναι ότι είναι το πολίτευμα της οικονομικής  ολιγαρχίας και όχι των πολλών ή όλου του λαού, όπως συνήθως λέγεται. Δεν εκφράζει το «γενικό συμφέρον» ή «το κοινό καλό» αλλά το συμφέρον της κοινωνικής και οικονομικής ολιγαρχίας. Από τις πολλές συνηγορίες υπέρ αυτής της απόψεως δεν θα επικαλεσθώ τον Ρουσσώ, τον Μάρξ, τον Μπακούνιν, τον Καστοριάδη, τον Μπούκτσιν, τον Τσόμσκυ, τον Φουκώ, τον Ζινν ή άλλους πολλούς, αλλά έναν έγκριτο συνταγματολόγο, που εκτιμά πολύ ο Γ. Ε. (σ. 9), τον Αριστόβουλο Μάνεση, ο οποίος σημειώνει:
«Αν το δίκαιο εξυπηρετούσε το ''κοινό'' ή ''γενικό'' συμφέρον, θα έπρεπε να είναι κοινώς και γενικώς αποδεκτό από όλους (ή σχεδόν όλους)...η δε συμμόρφωση προς τις επιταγές του θα ήταν βασικά οικειοθελής και οι καταναγκαστικές κυρώσεις θα περίττευαν. Ιδίως θα περίττευε ο γιγαντιαίος και περίπλοκα αρθρωμένος κρατικός μηχανισμός καταστολής. Η ύπαρξή του μαρτυρεί ακριβώς για το αντίθετο: ότι, δηλαδή, κύριος σκοπός του δικαίου δεν είναι τόσο η αντιμετώπιση περιπτώσεων αντικοινωνικής συμπεριφοράς μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων - για την αντιμετώπιση ή καταστολή της οποίας θα αρκούσαν στοιχειώδεις και πολύ απλούστεροι μηχανισμοί – όσο η μέριμνα για την εξασφάλιση της υποταγής ολόκληρων κοινωνικών τάξεων που μόνιμα αντιστρατεύονται τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, η οποία τις εκμεταλλεύεται και τις καταπιέζει. Έτσι ο νομικοπολιτικός καταναγκασμός προϋποθέτει και διασφαλίζει τον κοινωνικοοικονομικό καταναγκασμό»[16].
Η θέση αυτή απαντά με τον καλύτερο τρόπο σε οποιαδήποτε θεωρία δικαιοσύνης, που προσφέρεται από τον φιλελευθερισμό (Rawls, Dworkin) για «διόρθωση» της πολιτικής ανισότητας και της κοινωνικής αδικίας, ως δήθεν ουδέτερη που αποβλέπει στο γενικό συμφέρον, στο κοινό αγαθό. Όμως ο μόνος δρόμος για να αναδειχθεί, να συγκροτηθεί και να υποστηριχθεί το δημόσιο ή το κοινό συμφέρον είναι η ύπαρξη και λειτουργία κοινού δημοσίου χώρου, εντός του οποίο αναπτύσσονται και συζητούνται ανοικτά και ελεύθερα όλα τα ζητήματα που αφορούν και απασχολούν την κοινότητα. Ο χώρος αυτός δεν είναι το κοινοβούλιο, το κράτος, ούτε τα κόμματα, οι εκλογές, τα ΜΜΕ , αλλά συγκροτείται χάρις στην επιθυμία για ενημέρωση, χάρις στο πάθος για τα κοινά, χάρις στη  συμμετοχή όλων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων, στην άσκηση και τον έλεγχο της εξουσίας. Αποβλέπει δε στην πληροφόρηση και την ενημέρωση όλων και στη συμμετοχή όλων.

Η αδύνατη ανανέωση του κοινοβουλευτισμού

Ο Γ. Ευαγγελόπουλος (Γ.Ε.) πιστεύει ότι το κοινοβουλευτικό πολίτευμα μπορεί να ανανεωθεί και να εμπλουτισθεί μεταξύ άλλων με «μορφές και σχήματα αμεσότερης δημοκρατίας και γνησιότερης αντιπροσώπευσης»,[17] ότι «είναι εφικτός ο ουσιαστικός εκδημοκρατισμός της δομής και της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, η έμπρακτη αποκατάσταση των εννοιών της δημόσιας ευθύνης και της δημόσιας υπηρεσίας (...) η παροχή ποιοτικής παιδείας με σκοπό τη δημιουργία ενσυνείδητων πολιτών» (σ. 24).
Τα μέτρα αυτά προτείνονται εδώ και πολλές δεκαετίες από διανοούμενους και πολιτικούς εκφραστές του κοινοβουλευτισμού, αλλά ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν σε καμία χώρα του κόσμου. Eίναι αδύνατον να εφαρμοσθούν, διότι οι ολιγαρχικές εξουσίες αποδείχθηκαν και αποδεικνύονται εντελώς απρόθυμες και ανίκανες να προβούν σε οποιαδήποτε ουσιαστική μεταρρύθμιση. Δεν έχει γίνει καμία απολύτως κίνηση από τις ολιγαρχικές εξουσίες προς δημοκρατικούς θεσμούς. Άλλωστε οι διακηρύξεις των αποτυχημένων σοσιαλδημοκρατών σε Ελλάδα, Γαλλία, Αγγλία, περί «συμμετοχικής δημοκρατίας» και ηλεκτρονικού διαδικτυακού διαλόγου είναι κομματικές τακτικές. Σκοπό έχουν όχι τη διαφάνεια και την ενημέρωση (σ. 58), αλλά την παραπλάνηση των ανθρώπων, και την σε νέες βάσεις νομιμοποίηση των απαξιωμένων κομμάτων, αφού οι πρακτικές που ευαγγελίζονται ελέγχονται εξ ολοκλήρου από τις εξουσιαστικές ελίτ και δεν θεσμοθετούν ουσιαστικό έλεγχο από την κοινωνική βάση.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι το μέτρο του δημοψηφίσματος δεν αναφέρεται καθόλου. Είναι πολύ εύλογη η απουσία του, διότι οι κυβερνώσες ελίτ και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να αποφασίσει η κοινωνία και όχι αυτές οι ίδιες τρομάζουν, φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, νοιώθουν να χάνουν την εξουσία τους. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσει το γνήσιο δημοψήφισμα, με την ενημέρωση των ανθρώπων, τον διάλογο και την ανταλλαγή ουσιαστικών επιχειρημάτων, και όχι ψευδών κομματικών υποσχέσεων και πελατειακών σχέσεων, φοβίζει τους ολίγους κατόχους της εξουσίας. Τους φοβίζει η ουσιαστική ενημέρωση των ανθρώπων, η ελεύθερη έκφρασή τους, το ότι δεν μπορούν να ελέγξουν τις αποφάσεις, το ότι το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στην κοινωνία και ως εκ τούτου είναι απρόβλεπτο. Τους φοβίζει σε τέτοια περίπτωση ο εκτελεστικός - με την κυριολεκτική έννοια του όρου - ρόλος τους. Άλλωστε, η Ελβετία, η μόνη χώρα που έχει θεσμούς οι οποίοι επιτρέπουν τη συμμετοχή των ανθρώπων σε ορισμένες αποφάσεις και σε γενικές συνελεύσεις, δεν αποτελεί πρότυπο ή έμπνευση για καμία δυτική πολιτική εξουσία, για κανένα σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ούτε για τον Γ. Ε. 
Στο πλαίσιο αυτό το αίτημα για «γνησιότερη αντιπροσώπευση» είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, διότι κάθε αντιπροσώπευση είναι γνήσια πολιτική αλλοτρίωση, όπως ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι Έλληνες, ο Ρουσσώ και επαναλαμβάνει ο Καστοριάδης: «Η κυριαρχία, εφ’όσον είναι η άσκηση της γενικής βούλησης, δεν μπορεί ποτέ να απαλλοτριωθεί και ο κυρίαρχος, ως συλλογική οντότητα, δεν είναι δυνατόν να αντιπροσωπευθεί παρά μονάχα από τον εαυτό του».[18]
Επίσης ο «εκδημοκρατισμός των κομμάτων» είναι αδύνατος διότι έρχεται σε αντίφαση με την ολιγαρχική ουσία τους: είναι αδύνατο σε μία ολιγαρχική κοινωνία να υπάρξουν δημοκρατικοί θεσμοί. Τα κόμματα, στηρίγματα της ολιγαρχίας, έχουν μετατραπεί σε οιονεί ανώνυμες εταιρείες ιδιωτικών πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων και σε μηχανισμούς νομής της εξουσίας. Η παροχή ουσιαστικής παιδείας είναι επίσης ουτοπία διότι ουδέποτε οι κατεστημένες εξουσίες προσέφεραν τα μέσα για να δημιουργηθούν ενσυνείδητοι πολίτες. Διότι ξέρουν πολύ καλά ότι τέτοιοι πολίτες θα  αμφισβητούσαν αμέσως τις εξουσίες τους.[19] Επομένως τα προτεινόμενα μέτρα αποτελούν θεωρητικές ή προγραμματικές διακηρύξεις προς εξωραϊσμό του συστήματος και λειτουργούν ως καταπραϋντικό-ηρεμιστικό αυτών που ασκούν κριτική και διαμαρτύρονται.
Στο ίδιο πλαίσιο και σκοπό εντάσσονται και τα μέτρα του Μ. Salvadori που ο Γ. Ε αναφέρει αμέσως μετά (σ. 25).[20] Και αυτά δεν λαμβάνουν υπ’όψιν τους την ουσία του ολιγαρχικού και καπιταλιστικού συστήματος. είναι δηλαδή ανεφάρμοστα για τους εξής λόγους: 1) οι πολιτικές αρχές των κρατών και των διεθνών οργανισμών δεν μπορούν «να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις οικονομικές ολιγαρχίες», διότι οι τελευταίες είναι αυτές που εν τέλει αναδεικνύουν και διατηρούν τις πολιτικές εξουσίες, οι οποίες με τη σειρά τους εξυπηρετούν τα συμφέροντα των οικονομικών ολιγαρχιών. Πρόκειται δηλαδή  για τον φαύλο κύκλο που έχει το όνομα «διαπλοκή». Οι πολιτικές εξουσίες δεν αναδεικνύονται από την περίφημη «ψήφο του λαού», όπως διαδίδεται κατά κόρον, αλλά από τους μηχανισμούς των κομμάτων και του συστήματος.
2) «Η απαλλαγή των ΜΜΕ από την κυριαρχία και τον έλεγχο των ισχυρών οικονομικών συγκροτημάτων» μέσα στα πλαίσια και τους όρους του υπάρχοντος συστήματος, που έχει αναγάγει την πληροφορία σε εμπόρευμα και κέρδος, είναι για τον ίδιο ακριβώς λόγο όνειρο θερινής νυκτός. διότι ΜΜΕ και ισχυρά συμφέροντα είναι αρρήκτως συνδεδεμένα και διαπλεκόμενα ένεκα της ολιγαρχικής δομής των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων. 3) «Η καταπολέμηση των οικονομικών ανισοτήτων» ως γνωστόν δεν επιτεύχθηκε ούτε από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που ανήλθαν στην εξουσία σε Ευρώπη και Αμερική, και ούτε πρόκειται να καταπολεμηθούν. διότι για να επιτευχθεί αυτό πρέπει οι πολιτικές αρχές να συγκρουσθούν με τις οικονομικές ολιγαρχίες, πράγμα που η διαπλοκή καθιστά αδύνατον, λόγω της αγαστής συνεργασίας οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, όπως ανέφερα στην πρώτη περίπτωση.
Τέλος θα πρέπει να τονισθεί ότι την τελευταία τριακονταετία οποιαδήποτε «μεταρρύθμιση» έγινε στα δυτικά πολιτεύματα από τις διευθυντικές ολιγαρχίες ήταν προς όφελος των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων με κορύφωση την απελευθέρωση των αγορών, την ανεξέλεγκτη κυριαρχία των επιχειρήσεων, των Τραπεζών και των ΜΜΕ, την αποδυνάμωση των πολιτικών εξουσιών, την εξασθένηση της ανεξαρτησίας των εθνικών κρατών, τη φαλκίδευση των δικαιωμάτων των λαϊκών τάξεων, δηλαδή την παμβασιλεία της παγκοσμιοποίησης και την πλήρη ανυπαρξία και αδυναμία ελέγχου της. Προκειμένου για την ελληνική περίπτωση η πίστη ότι κάποιο από τα προτεινόμενα μέτρα μπορεί να πραγματοποιηθεί από τα διεφθαρμένα και ανίκανα κόμματα μοιάζει με κακόγουστο αστείο.[21]
Είναι γεγονός άλλωστε ότι και οι ελάχιστες μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσε κανείς να προτείνει προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας είναι δύσκολο να επιτευχθούν χωρίς την απαίτηση και τη στήριξη από μία ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε τη δεκαετία του ’20 στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος ο υπερασπιστής του, ο γνωστός Αυστριακός νομικός H. Kelsen, παραμένουν ανεφάρμοστες ουτοπίες επί έναν περίπου αιώνα.[22] Και όχι μόνο αυτό αλλά επί πλέον τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα του μεσοπολέμου αποδείχθηκαν ανίκανα να αποτρέψουν (και μάλλον επέτρεψαν) την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, παρά τις ποικίλες ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις εκλογές, την υλική ευημερία και τις άλλες κατακτήσεις - που, αντίθετα προς την μαρξιστική και κομμουνιστική ιδεολογία, δεν είναι τυπικές αξίες αλλά ουσιαστικές - δεν είναι δημοκρατίες, αλλά φιλελεύθερες ολιγαρχίες. Πέρα από αυτή την πολιτική διαπίστωση, απαραίτητη για γνώση και προσανατολισμό, μία αρνητική συνέπεια, που δεν έχει τόσο πολύ τονισθεί, είναι η εξής: οι άνθρωποι στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα καταντούν απλά αντικείμενα πολιτικών αποφάσεων, χωρίς κανένα λόγο για τη ζωή τους και το μέλλον τους. Είναι εργαλεία για τον πλουτισμό, την άνοδο και την ισχύ των ολίγων και των ισχυρών. Δεν αποτελούν τον «σκοπό», αλλά μόνο τα «μέσα» των πολιτικών αντιπροσώπων και των κομμάτων.
Οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι στον αγώνα για επιβίωση και απόκτηση των συνεχώς νέων και αναβαθμιζόμενων καταναλωτικών προϊόντων περιθωριοποιούνται και αποκλείονται από την ουσιαστική γνώση και την απελευθερωτική κουλτούρα, εξορίζονται μακράν κάθε ζωτικής ανθρώπινης επαφής, ουσιαστικής κοινωνικής γνωριμίας και συνεργασίας. Καταντούν καταναλωτές, τηλεθεατές, ακροατές, παθητικοί δέκτες, ψηφοφόροι, αντικείμενα και μέσα. Το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα λοιπόν σε μία βασική του λειτουργία ευτελίζει τη ζωή, τον άνθρωπο, αφού του στερεί τα βασικά στοιχεία που τον κάνουν αξιοπρεπή και πολίτη, του αφαιρεί την πολιτική ελευθερία και την αυτονομία του. Οδηγεί τα μεγάλα πλήθη των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων στο περιθώριο του πολιτικού βίου, εγκλωβίζοντάς τα στη γκρίζα ζώνη της καθημερινής αγωνίας, της καταναλωτικής αποχαύνωσης και της τηλεοπτικής χυδαιότητας. Κατά συνέπεια, ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι απλώς ένα σύστημα με παθογένειες, αδυναμίες ή μεγάλες ατέλειες – είναι η πηγή της παθογένειας, της αδυναμίας, της ατέλειας.        
Ο Γ. Ε. μπορεί να ελπίζει στην ανεπίτευκτη  μεταρρύθμιση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αλλά δεν νομίζω ότι ο Κ. Καστοριάδης μοιράζεται την ίδια ελπίδα μαζί του, όπως φαίνεται να πιστεύει (σ. 32). Η απόρριψη του δόγματος ότι η βία είναι η μαμμή της Ιστορίας δεν σημαίνει ότι υιοθετείται η διατήρηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης ολιγαρχίας. Οι αντιλήψεις του Καστοριάδη δεν είναι στην υπηρεσία του ολιγαρχικού σχεδίου αλλά του δημοκρατικού. Και αν  μπορούν να προταθούν αλλαγές στο υπάρχον ολιγαρχικό σύστημα, αυτές δεν εντάσσονται στον εξωραϊσμό και στη διατήρησή του, αλλά στην αλλαγή του προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας. 
Ο συγγραφέας της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας συναιρεί στο έργο του τις καλύτερες παραδόσεις της φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης (Διαφωτισμό, Χέγκελ, Μαρξ κ.ά.) ασκώντας τους ταυτοχρόνως κριτική, χωρίς τελικώς να  μπορεί να ταυτισθεί με κάποιαν από αυτές. Έτσι, λ.χ. μπορεί το πρόταγμα της ατομικής αυτονομίας να φέρνει την πολιτική σκέψη του Καστοριάδη εγγύτερα προς τις πλέον «προοδευτικές εκδοχές του πολιτικού φιλελευθερισμού» (σ. 47),  αλλά ταυτοχρόνως στη σκέψη του η ατομική αυτονομία είναι αδύνατη χωρίς τη συλλογική αυτονομία, είναι αδιανόητη χωρίς την αυτονομία της κοινότητας, πράγμα που τον απομακρύνει τα μάλα από τον φιλελευθερισμό. Αυτό είναι σαφές λ.χ. όταν εξηγώντας την αυτονομία του ατόμου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Πώς μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν πρέπει υποχρεωτικά να τηρείς τον κοινωνικό νόμο; Υπάρχει μια πρώτη συνθήκη: πρέπει να έχεις την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχεις στη διαμόρφωση του νόμου (της θέσμισης). Μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν τηρώ τον νόμο μόνο αν μπορώ να πω πως αυτός ο νόμος είναι δικός μου – μόνο αν μου δόθηκε η πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω στη διαμόρφωσή του και στη θέσμισή του (έστω και αν δεν υπερίσχυσαν οι δικές μου προτιμήσεις).[23]
Στο πλαίσιο αυτό, ο Κ. Καστοριάδης δεν εγκατέλειψε το αίτημα για ριζική αλλαγή της κοινωνίας, αλλαγή που αφορά στη σύνολη θέσμιση της κοινωνίας. Αυτό δηλώνεται ρητώς όταν κάνει λόγο για ένα επαναστατικό κίνημα «που θα επιδιώξει να εγκαθιδρύσει μία πραγματική δημοκρατία, με τη συμμετοχή όλων στη διαχείριση των κοινών. Ένα επαναστατικό κίνημα που θα οδηγήσει στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγικών και τοπικών μονάδων, των χωρών, των εθνών. Αυτή είναι η μόνη πολιτική επιδίωξη η οποία έχει κάποιο νόημα και για την οποία αξίζει να δουλέψει κανείς».[24]  
Η ριζική αλλαγή της κοινωνίας δεν μπορεί να προκύψει χωρίς αγώνες και συγκρούσεις, και αυτή τη βασική αλήθεια όχι μόνο δεν αγνοεί ο Κ. Καστοριάδης αλλά την αναδεικνύει στο έργο του. Αυτή όμως η ριζική αλλαγή δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει με όπλα, αίματα, φόνους και καταλήψεις χειμερινών ανακτόρων. από κάποια «πεφωτισμένη» κομματική πρωτοπορία, λενινιστικού, μαοϊκού, καστρικού ή γκεβαρικού τύπου. Αντιθέτως, αντιλήψεις και πρακτικές αυτού του είδους έχουν αποτύχει παταγωδώς, αφού οδήγησαν σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, σε φαλκίδευση ατομικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε φυλακές, στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ψυχιατρεία, εκτελέσεις, βασανιστήρια. Η δημοκρατική αλλαγή δεν έχει ως αξίωμα το φετίχ της βίας, ούτε την άνωθεν πεφωτισμένη κομματική πρωτοπορία ή την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από μία μειοψηφία.
Η «μαμμή» της ιστορίας είναι ο μη βίαιος πολιτικός αγώνας των ανθρώπων. Αρκεί η ήρεμη δύναμη του συνειδητού και αποφασισμένου πλήθους, αυτοσυγκροτούμενη σε πλειοψηφικό δήμο, για να θέσει επιτακτικά και πειστικά το αίτημα της αλλαγής. H δύναμη εδώ εννοείται με την έννοια που έδωσε στον όρο η Χάνα Άρεντ, και προσομοιάζει στην αρχή της μη βίαιης επανάστασης. Αν όμως οι κυρίαρχες εξουσίες που κατέχουν τη βία του κράτους (κόμματα, στρατό, αστυνομία, ποικίλες δυνάμεις καταστολής) δεν είναι πρόθυμες να συμμορφωθούν με την απαίτηση της κοινωνίας, τότε αναπόφευκτα προκύπτει σύγκρουση.

Προϋποθέσεις της δημοκρατίας


Ένα θέμα στο οποίο εκφράζει τις αμφιβολίες του ο Γ. Ε. είναι το κατά πόσο η άμεση δημοκρατία είναι σήμερα δυνατή και με ποιον τρόπο (σ. 56). Το θέμα αυτό το έχω συζητήσει αλλού,[25] και εδώ θα αρκεσθώ σε μερικά συμπληρωματικά σχόλια. Κατ΄ αρχάς τίποτε στην Ιστορία δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Η Ιστορία, κατά τον Καστοριάδη, δεν είναι ευθύγραμμη και νομοτελειακή, δεν εξαρτάται από φυσικές ή οικονομικές αναγκαιότητες ούτε από «ιστορικούς νόμους». Είναι δημιουργία ανθρώπινη, απρόβλεπτη και φαντασιακή, υπερβαίνει τους ορθολογικούς καθορισμούς. Το βασικό που παίζει ρόλο είναι η επιθυμία των ανθρώπων να υπάρξουν διαφορετικά, η θέλησή τους να έχουν λόγο γι΄ αυτά που τους αφορούν και τους επηρεάζουν, γι’ αυτά που καθορίζουν τον βίο και το μέλλον τους. Όλα είναι πιθανά και δυνατά, εφ’ όσον εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, από το κοινωνικό φαντασιακό. Εδώ βρίσκεται μία μεγάλη συμβολή του Κ. Καστοριάδη. Άλλωστε οι μεγάλες αλλαγές όταν συμβαίνουν θεωρούνται αναπόφευκτες και αναγκαίες, ενώ πριν πραγματοποιηθούν θεωρούνται απραγματοποίητες ή ουτοπίες.
Το θέμα αυτό εξειδικεύεται στην εμφάνιση του προτάγματος της αυτονομίας, δηλαδή το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: πότε και πώς αυτό το πρόταγμα εμφανίζεται, και ποιοι είναι οι φορείς του. Είναι ένα σημαντικό θέμα και θεμελιώδες για την πολιτική διαύγαση και πράξη. Οπωσδήποτε ο αγώνας για την αυτονομία διεξάγεται, και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, εντός της συγκεκριμένης κοινωνίας, όχι όμως από τη θεσμισμένη αλλά από την θεσμίζουσα κοινωνία, το θεσμίζον φαντασιακό, από την ανώνυμη συλλογικότητα την αυτοσυγκροτούμενη σε δήμο. Αυτό σημαίνει ότι η δράση δεν διενεργείται αποκλειστικώς εντός των υπαρχόντων θεσμών και μηχανισμών της θεσμισμένης κοινωνίας, εν προκειμένω της ολιγαρχικής, αλλά κυρίως εκτός των θεσμών και εναντίον τους. Ο αγώνας πρέπει να διεξαχθεί σε όλα τα πεδία: κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό.[26]
Η ετερονομία δεν είναι μία θεωρητική έννοια ούτε ένα αόριστο και γενικό σύστημα αλλά, είναι θεσμισμένη κοινωνία, εκφράζεται και ενσαρκώνεται σε συγκεκριμένους θεσμούς και κοινωνικές φαντασιακές σημασίες. Η κύρια και κυρίαρχη σημασία της σημερινής ολιγαρχίας, όσον αφορά στο οικονομικό πεδίο είναι το κεφάλαιο, με τα παρεπόμενά του: το εμπόρευμα, την εμπορευματοποίηση, το κέρδος, την απόλυτη κυριαρχία των αγορών, την προτεραιότητα του οικονομικού στοιχείου, την καταστροφή του ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος.
Στο πολιτικό πεδίο η κυρίαρχη σημασία είναι η αντιπροσώπευση με βασικούς θεσμούς-στηρίγματα τα κόμματα, τις εκλογές και το κοινοβούλιο, με τα οποία η κυρίαρχη τάξη εξασφαλίζει την μονοπώληση της κυβερνητικής, εκτελεστικής, δικαστικής και νομοθετικής εξουσίας. Κυρίαρχη φαντασιακή σημασία είναι, δηλαδή, ότι υπάρχουν κάποιοι αρμόδιοι και «ειδικοί» στα πολιτικά ζητήματα, στις κοινές υποθέσεις - οι επαγγελματίες πολιτικοί και τα κόμματα -, και ως εκ τούτου σε αυτούς πρέπει να ανατεθεί η εξουσία. Η σημασία αυτή έχει ως συνέπεια αφ’ενός την παραίτηση των ανθρώπων από τα κοινά και από τον έλεγχο στους ασκούντες την εξουσία, και αφ’ ετέρου τη διακυβέρνηση από τους ολίγους κομματικούς γραφειοκράτες και κεφαλαιοκράτες. Η νομιμοποίηση γίνεται από τους πολλούς μέσω των εκλογών. Το κόμμα, οι κομματικοί παράγοντες και η ολιγαρχία οφείλουν την ύπαρξή τους  στην ανικανότητα των ανθρώπων να αυτοπροσδιορισθούν, να αυτοοργανωθούν και να δράσουν αυτοί οι ίδιοι.  στην ανικανότητά τους να γίνουν υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενά της που είναι σήμερα.[27] Οι σημασίες αυτές όμως αντιτίθενται στο πρόταγμα της δημοκρατίας  και το εμποδίζουν.
Απο την πλευρά της η δημοκρατική, η αυτόνομη, κοινωνία έχει άλλες σημασίες και άλλους θεσμούς, που βρίσκονται στον αντίποδα της αντιπροσώπευσης και των κομμάτων, άρα είναι αδύνατον να εκφρασθούν από τις υπάρχουσες σημασίες και να ενσαρκωθούν σε υπάρχοντες θεσμούς του κοινοβουλευτισμού. Ένα κίνημα που εμφορείται από τις αρχές της δημοκρατίας και την επιθυμία για αυτονομία θα πρέπει  να θέσει ως κύριο σκοπό τόσο την εξάλειψη της σημασίας της αντιπροσώπευσης όσο και την αλλαγή των θεσμών δια μέσου των οποίων γίνεται δυνατή η αντιπροσώπευση και η ετερονομία. Στόχος ενός τέτοιου κινήματος θα είναι αφ’ ενός η ιδεολογική χειραφέτηση από τους μύθους της αντιπροσώπευσης και των «ειδικών» και αφ’ ετέρου η αποδυνάμωση των κυρίαρχων θεσμών της: κομμάτων, γραφειοκρατίας, ιεραρχίας και ΜΜΕ. Αρα είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη εγκαθίδρυση από τη θεσμίζουσα κοινωνία θεσμών που θα επιτρέπουν την όσο το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή των ανθρώπων στις αποφάσεις και στη θέσπιση των νόμων.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Τι σημαίνει (άμεση) δημοκρατία στην κλίμακα των σημερινών μεγάλων κοινωνιών; Ο Κ. Καστοριάδης δίνει μία γενική απάντηση: «Σημαίνει ότι απορρίπτουμε τις λύσεις που, δυνάμει, οδηγούν σε αλλοτριωτικές πολιτικές δομές, κι ότι επιζητούμε τις λύσεις που δίνουν τη μεγαλύτερη δυνατή εξουσία σε κοινότητες των οποίων οι διαστάσεις επιτρέπουν την άμεση διακυβέρνηση ή τις λύσεις που μεγιστοποιούν τη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις και τον έλεγχό τους πάνω σε όσα γίνονται στις ενότητες των οποίων η διάσταση (ή στα θέματα των οποίων η φύση) δεν επιτρέπουν την άμεση αυτοκυβέρνηση».[28]
 Έτσι η (άμεση) δημοκρατία δεν είναι ένα πολίτευμα που εγκαθίσταται άπαξ δια παντός αλλά μία ανοικτή συνεχής ρητή  αυτοθέσμιση.  προχωρεί με βήματα που καθορίζει η αυτοσυγκροτούμενη και αυτοκαθοριζόμενη συλλογικότητα, στηριγμένη στην αποκτημένη και αφομοιωμένη πείρα της. Με αυτήν την έννοια η άμεση δημοκρατία είναι ταυτοχρόνως τέλος και αρχή: κάθε κατάκτηση δεν αποτελεί τελικό βήμα αλλά αρχή για άλλες (σ. 61).
Όσον αφορά το πρακτικό σκέλος θα μπορούσαν να προταθούν ορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, λ.χ. για την Ελλάδα: εισαγωγή δημοψηφισμάτων για σημαντικά ζητήματα (οικονομικά, κοινωνικά, εθνικά, πολιτικά), κλήρωση ορισμένων βουλευτών αντί του αριστοκρατικού θεσμού των βουλευτών επικρατείας, η οργάνωση των νομών σε μικρές περιφέρειες με συνελεύσεις και δημοψηφίσματα περιφερειακά, ο περιορισμός των βουλευτών σε 200 το πολύ, η ελάττωση των τεραστίων μισθών τους και των προνομίων τους, η κατάργηση του άρθρου 86 του Συντάγματος για την υπουργική ασυλία, η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας, ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας, η διακοπή της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος, η καταγραφή και η φορολόγηση της τεράστιας εκκλησιαστικής περιουσίας,  στελέχωση της δικαστικής εξουσίας  από μη επαγγελματίες δικαστικούς που θα εξασφαλίζουν την αμεροληψία και το αδέκαστο της κρίσεως.[29]
Από την άλλη είναι επίσης αλήθεια ότι οι αγώνες για την αυτονομία διενεργούνται από ανθρώπους της συγκεκριμένης κοινωνίας, αλλά όχι όπως γράφει ο Γ. Ε. «μόνο από τους δεδομένους ανθρώπους ενός δεδομένου κοινωνικοπολιτικού, θεσμικού και διανοητικού ορίζοντα» (σ. 69). Οι άνθρωποι που θέτουν το αίτημα της αυτονομίας και αγωνίζονται να την πραγματοποιήσουν έχουν υπερβεί τον δεδομένο κοινωνικοπολιτικό, θεσμικό και διανοητικό ορίζοντα,  είναι σε θέση να αμφισβητούν τις υφιστάμενες κυρίαρχες φαντασιακές σημασίες καθώς και τους υπάρχοντες θεσμούς. Αυτό απαιτεί και προϋποθέτει αλλαγή του ανθρώπινου τύπου που κυριαρχεί στις σημερινές κοινωνίες και στον οποίο στηρίζονται τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα: του ψηφοφόρου και κομματικού οπαδού, του απαθούς και αδιάφορου για τα κοινά, του καταναλωτή και τηλεθεατή. Απαιτεί  μετατροπή του σε ενεργό και συμμετέχοντα, σε άτομο που διέπεται από κριτική διάθεση και αμφισβήτηση, από θέληση για συμμετοχή στις αποφάσεις και στη διαμόρφωση των νόμων. Απαιτεί να συνειδητοποιήσουμε, όπως το εκφράζει χαρακτηριστικώς ο Κ. Καστοριάδης, ότι «δεν είμαστε στον κόσμο για να τον παρατηρούμε ή για να τον υφιστάμεθα.  η μοίρα μας δεν είναι η δουλεία.  υπάρχει μια δράση που μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτό που υπάρχει, για να κάνει να υπάρξει αυτό που θέλουμε να είμαστε».[30]
Επομένως μέσα σε έναν καπιταλιστικό κόσμο και ένα ολιγαρχικό πολίτευμα, που επιζητούν και επιβάλλουν την παθητικότητα, την αδιαφορία των ανθρώπων και την μετατροπή τους σε ανενεργούς και αλλοτριωμένους, σε απλά πειθήνια εκτελεστικά όργανα, οι επιλογές πρέπει να είναι σαφείς και ακριβείς, οι στόχοι της κριτικής θεωρίας, της πολιτικής πράξεως και του «απελευθερωτικού κινήματος» πρέπει να είναι σαφείς και ορατοί, όχι γενικόλογοι «υλικοϊστορικοί» ούτε αόριστοι «αντιεξουσιαστικοί» και νεφελώδεις «σοσιαλιστικοί», "αντικαπιταλιστικοί" ή «αντισυστημικοί».
Αναγκαία προϋπόθεση για τη δημοκρατία είναι η αυτόνομη δράση των ανθρώπων. Η αυτονομία δεν μπορεί παρά να προκύπτει ως αποτέλεσμα αγώνων που διενεργούνται από μη αλλοτριωμένα άτομα, τα οποία δεν  υποστηρίζουν το υπάρχον ολιγαρχικό σύστημα και τους φορείς του, τα κόμματα. Δεν εντάσσονται στα παραδοσιακά κόμματα δεξιάς, κέντρου ή αριστεράς (σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής), που πρεσβεύουν αυταρχικές ή ολιγαρχικές αντιλήψεις και μεσσιανικές ιδεολογίες. Έχουν επίσης  συνειδητοποιήσει τη βασική πολιτική αλήθεια, ότι όταν εκχωρείς την εξουσία σου στους άλλους, στους αντιπροσώπους και στα κόμματα, εκχωρείς ταυτοχρόνως την ελπίδα, τα όνειρα και τη φαντασία σου, οπότε μένεις γυμνός, αδύναμος και ανήμπορος. Ως εκ τούτου δεν μπορείς να κάνεις σπουδαία πράγματα, ακόμη και εντός του συστήματος όταν η αδικία φθάσει στα άκρα. Το μόνο ίσως που μπορείς να κάνεις είναι να εκτονωθείς σε κάποια διαμαρτυρία, ήρεμη ή βίαιη, και να επιστρέψεις μετά στην πεζή πραγματικότητα. Αυτό έγινε τον Δεκέμβριο 2008 που, όπως πολύ εύστοχα γράφτηκε, ήταν «το τραύλισμα μιας σακατεμένης συλλογικότητας, η ανίσχυρη  λύσσα των αδυνάτων μπροστά στο όργιο της κατεστημένης αδικίας».[31] 

Στο πλαίσιο αυτό είναι πιο εύκολα κατανοητή η θέση του Κ. Καστοριάδη για το ΕΑΜ τον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ της περιόδου 1944  και δή των Δεκεμβριανών, στην οποία (θέση του Καστοριάδη) ο Γ. Ε. ασκεί κριτική (σ. 70). Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η πολιτική εκτίμηση του Κ. Καστοριάδη για τα γεγονότα αυτά αναφέρεται στην ηγεσία, την οργανωτική δομή και τον στόχο του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δεν αναφέρεται ούτε υποτιμά την αυθορμησία, την πίστη και την ελπίδα για μία δίκαιη καλύτερη κοινωνία, που ενέπνευσε τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων στο ΕΑΜ. Αυτό όμως δεν προσδίδει στο τελευταίο χαρακτήρα αυτονομίας, διότι ως γνωστόν ήταν μία οργάνωση γραφειοκρατική, ιεραρχική, ελεγχόμενη από το ΚΚΕ, με αποφάσεις λαμβανόμενες αυταρχικώς από την ηγεσία, η οποία δεν ήταν ούτε καν εκλεγμένη από τη βάση. Τα ίδια ισχύουν και για τη στρατιωτική μορφή του τον ΕΛΑΣ.
Όσον αφορά τον Άρη Βελουχιώτη, τον «αρχηγό των ατάκτων» τα πράγματα λαμβάνουν ακόμη πιο αυταρχικό και προσωποπαγή χαρακτήρα, διότι ως γνωστόν είχε τελεσίδικη άποψη ακόμη και για την ηθική συμπεριφορά των στρατιωτών του,  με δικαίωμα θανατώσεώς τους χωρίς δίκη και απολογία. Αυτό που εν προκειμένω επισημαίνει ο Καστοριάδης είναι το γεγονός ότι δεν υπήρχε καθόλου δημιουργία αυτόνομων οργανώσεων των ανθρώπων – οργανώσεων που να μη δέχονται τις καθοδηγητικές γραμμές τους από έξω, που να μην υπόκεινται στην κυριαρχία και στον έλεγχο μίας έξωθεν, χωριστής γραφειοκρατικής αρχής, είτε η αρχή αυτή είναι κόμμα είτε κράτος.[32]
Ο Άγις Στίνας στα δύο βιβλία του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΟΠΛΑ και Αναμνήσεις περιγράφει τις σταλινικές μεθόδους πρωτοφανούς βίαιης καταστολής οποιασδήποτε διαφορετικής και αντίθετης απόψεως από τα ηγετικά όργανα του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ, καθώς και τις εκτελέσεις και δολοφονίες τροτσκιστών, αναρχικών και άλλων διαφωνούντων από την προς τούτο συγκροτημένη οργάνωση του ΚΚΕ, την ΟΠΛΑ. O ίδιος ο Καστοριάδης ήταν προγραμμένος από το ΚΚΕ και γλύτωσε από τύχη. Φυσικά οι απόψεις του δικαιώθηκαν από την εξέλιξη των γεγονότων, τον πρώτο εμφύλιο τον Δεκέμβριο του 1944  και τον δεύτερο που ακολούθησε, 1946-1949. Η γραφειοκρατική σταλινική και ανεγκέφαλη ηγεσία του ΚΚΕ έσυρε χιλιάδες ανθρώπους σε μία εμφύλια σύρραξη που είχε ως αποτέλεσμα τόσο την καταστροφή του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού, πολιτισμικού και ηθικού ιστού της χώρας όσο και τις απάνθρωπες ταλαιπωρίες, διώξεις, εξορίες, φυλακίσεις των χιλιάδων αριστερών και συμπαθούντων. Η θέση αυτή δεν αθωώνει βεβαίως την άλλη πλευρά και δεν της αφαιρεί τις ευθύνες για τις βαρβαρότητες κατά των ηττημένων και γενικώς για τον αιματηρό εμφύλιο σπαραγμό, τις συνέπειες του οποίου η χώρα πλήρωσε πολύ ακριβά επί πολλές  δεκαετίες.

 

Κορνήλιος Καστοριάδης, ο στοχαστής της δημοκρατίας


Στο τρίτο μέρος της διαφωνίας του ο Γ. Ε. (σ. 71-73) εκφράζει ενστάσεις διότι χαρακτήρισα («άνευ ετέρου τινός» και με «τόση ευκολία») τους Berlin, Popper, Rawls στοχαστές της φιλελεύθερης ολιγαρχίας.[33] Θα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινίσω, όπως το έκανα στην αρχή του πρώτου μέρους στο Μάγμα, τχ. 6, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ανήκε σε μία παράγραφο ενός ευρύτερου κειμένου μου που δεν είχε άμεσο αντικείμενο τους τρεις στοχαστές, και αποτελούσε σύντομη απάντηση σε άποψη που έλεγε ότι οι τρεις στοχαστές είναι «θεωρητικοί της δημοκρατίας». Δεύτερον, δεν υποτιμώ τους τρεις στοχαστές ως πνευματικές προσωπικότητες και τις προσφορές τους στους τομείς με τους οποίους ασχολήθηκε έκαστος εξ αυτών. Ούτε άλλωστε υποτιμώ τον διάλογο που έχει υπάρξει για τις απόψεις των τριών στοχαστών και έχει εμπλουτίσει τη βιβλιογραφία με εκατοντάδες μελέτες και άρθρα. Ούτε θέλω να χρησιμοποιήσω αρκετές από αυτές που ασκούν κριτική στο έργο τους - θα αρκούσε μόνο η κριτική του P. Wagner που παραθέτει και ο ίδιος ο Γ. Ε. Όμως η πληθώρα των μελετών και άρθρων για κάποιον στοχαστή ή ο διάλογος που το έργο του δημιουργεί δεν τον καθιστούν αυτομάτως και θεωρητικό της δημοκρατίας. Ακριβώς όπως η τεράστια βιβλιογραφία περί τον Heidegger δεν μπορεί να του αφαιρέσει τον χαρακτηρισμό του ναζιστή. Ομοίως, η φιλολογία  περί τον Σαρτρ δεν του αφαιρεί τον χαρακτηρισμό του κομμουνιστή, του μαοϊκού και του υποστηρικτή του Στάλιν. Και οι δύο στοχαστές όσο σημαντικοί και αν είναι, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν με κανένα τρόπο θεωρητικοί της δημοκρατίας. 
Αυτό που με ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι τα πολιτικά συμπεράσματα ή οι πολιτικές συνέπειες, έμμεσες ή άμεσες, του έργου των τριών στοχαστών (Berlin, Popper, Rawls). Στα πλαίσια λοιπόν της αντιλήψεως του Κ. Καστοριάδης αλλά και της δικής μου, ότι τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα δεν είναι δημοκρατίες αλλά φιλελεύθερες ολιγαρχίες, όπως ανέλυσα στο πρώτο κεφάλαιο, και δεδομένου ότι οι εν λόγω στοχαστές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν αμφισβητούν τα πολιτεύματα αυτά, αλλά τα αποδέχονται - έστω προτείνοντας βελτιώσεις - πιστεύω ότι ο χαρακτηρισμός μου «θεωρητικοί της φιλελεύθερης ολιγαρχίας» δεν είναι άστοχος. Η ανάγνωσή μου είναι πολιτική και ο χαρακτηρισμός μου για τους τρεις στοχαστές δεν είναι απαξιωτικός ή υποτιμητικός, αλλά φιλοσοφικός και πολιτικός.[34]
Οι φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις των τριών στοχαστών εντάσσονται στα πλαίσια του φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού. Αντιθέτως, ο Κ. Καστοριάδης καταδεικνύει τον ολιγαρχικό χαρακτήρα των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων, αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως τις αρχές και τις αξίες της (άμεσης) δημοκρατίας. Με αυτή την έννοια ο στοχαστής της δημοκρατίας είναι ο Κ. Καστοριάδης και όχι ο Berlin, ο Popper ή ο Rawls. Με την ίδια λογική και ο Γ. Ε. ανήκει, όπως και ο ίδιος ομολογεί, στην κατηγορία αυτών που υπερασπίζονται την φιλελεύθερη ολιγαρχία (σ. 14, 17, 32). Ο ίδιος βεβαίως την αποκαλεί κατ’ ευφημισμόν δημοκρατία (συνοδεύοντάς την με αρκετά επίθετα), όμως δυστυχώς δεν είναι δημοκρατία αλλά ολιγαρχία, όπως ανέλυσα στα προηγούμενα.
Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, ένα σημαντικό εμπόδιο που δυσχεραίνει την ουσιαστική πολιτική γνώση και αυτογνωσία, απαραίτητες για περαιτέρω εποικοδομητική συζήτηση. Η υποστήριξη του κοινοβουλευτισμού είναι μία επιλογή θεμιτή και νόμιμη, αλλά η αντίληψη ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι δημοκρατία είναι λανθασμένη, και εδώ βρίσκεται η πολιτική διαφωνία μου. Η πνευματική και η πολιτική εντιμότητα θα απαιτούσαν από τους υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού την αναγνώριση της αλήθειας με σαφή τρόπο: την παραδοχή τόσο της ολιγαρχικής φύσης των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων όσο και ότι οι ίδιοι είναι φιλελεύθεροι ολιγαρχικοί. Είναι και αυτή μία στάση, νοιώθεται. Και το κυριώτερο, είναι περισσότερο έντιμη και ειλικρινής και γι’ αυτό περισσότερο σεβαστή. Αν δεν αρέσει το όνομα αυτό ας διαλέξουν άλλο όνομα: φιλελεύθεροι, κοινοβουλευτικοί, ρεπουμπλικάνοι, όχι όμως δημοκρατικοί ή δημοκράτες. Κατά τον Καστοριάδη πάντως ανήκουν στους υποστηρικτές της ετερονομίας.     
            
Το κύριο θέμα που ενδιαφέρει τον Γ.Ε. στο πόνημά του είναι η σύγκριση της πολιτικής θεωρίας του Κ. Καστοριάδη με άλλες σημερινές  πολιτικές αντιλήψεις. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα πρέπει να γίνει κατ’ αρχάς ανάλυση των βασικών σημείων της πρώτης και εν συνεχεία σύγκρισή της με τις άλλες, με σκοπό την πιθανή αναίρεσή της. Προς τούτο είναι απαραίτητη, κατά τη γνώμη μου, η συζήτηση για το βασικό βιβλίο του Κ. Καστοριάδη, που είναι και ένα από τα σημαντικώτερα φιλοσοφικά έργα του 20ου αιώνα, της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας, το οποίο ο Γ. Ε. δεν το αναφέρει καθόλου ούτε εν παρόδω.[35] Επίσης για το πρόταγμα της αυτονομίας είναι απαραίτητη η συζήτηση των βασικών σχετικών κειμένων του: «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», «Φύση και αξία της ισότητας»,[36] «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς»,[37] καθώς και του βιβλίου Η ελληνική ιδιαιτερότητα,  τόμ. Β΄. Και αυτά, όμως λείπουν εντελώς από το πόνημα του Γ. Ε. Ίσως να μην τα έχει ανάγκη ο ίδιος προσωπικώς, αλλά η έλλειψη αυτή αφαιρεί το υπόβαθρο για την πλήρη συζήτηση και αντιμετώπιση της καστοριαδικής θεωρίας. Πάντως η απαίτηση για μελέτη των ανωτέρω έργων συμφωνεί και με την βασική προϋπόθεση που ο Γ. Ε. θέτει στην αρχή του πονήματός του (σ. 13): να μη μελετάται το έργο του Καστοριάδη αποσπασματικά.
Η αποσπασματική και επιλεκτική βιβλιογραφία ενέχει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο της ατελούς και εν τέλει βολικής κατανόησης και αντιμετώπισης ενός στοχαστή. Επί πλέον η έντιμη αντιμετώπιση επιβάλλει τουλάχιστον να ενημερωθεί αντικειμενικά ο αναγνώστης για τα αναφερθέντα κείμενα του Καστοριάδη, ιδίως από τη στιγμή που αναφέρονται στο βιβλίο πολλά κείμενα για τον φιλελευθερισμό, τον ρεπουμπλικανισμό, τον κοινοτισμό, κείμενα του Sir Β. Μαρκεζίνη, του J. Rawls κ.ά. 
Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται μία βασική έλλειψη του Γ. Ε., διότι στα προαναφερθέντα κείμενα του Κ. Καστοριάδη βρίσκεται η απαραίτητη ανάλυση για τη στήριξη του προτάγματος της δημοκρατίας. Η έλλειψη αυτή είναι εμφανής στην απουσία από το πόνημά του των ορισμών της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας, δηλαδή στην απουσία του καθορισμού των βασικών αρχών και χαρακτηριστικών εκάστης και τη συνακόλουθη σύγκρισή τους.[38] Η απουσία αυτή υποβοηθείται και υποθάλπεται από το γεγονός ότι ο Γ. Ε.  θεωρεί αξιωματικώς δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη την προτίμησή του στη φιλελεύθερη ολιγαρχία (σ. 14, 100). Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η κύρια διαφωνία του με τον Κ. Καστοριάδη, και κατά συνέπεια με εμένα. Το διακύβευμα διαγράφεται σαφώς: δημοκρατία ή αντιπροσώπευση (δημοκρατία ή ολιγαρχία, αυτονομία ή βαρβαρότητα;).  
Και εδώ ανοίγεται ένα χάσμα μεταξύ των ανθρώπων που εγκαταβιούν στην ίδια κοινωνία: από τη μία πλευρά οι υποστηρικτές του υπάρχοντος συστήματος της ολιγαρχίας και του αδηφάγου καπιταλισμού και από την άλλη οι υποστηρικτές της δημοκρατίας και της αυτονομίας. Έκαστος, ενσυνειδήτως ή ανεπιγνώστως, εκουσίως ή ακουσίως κάνει την εκλογή του. Μερικοί έχουμε επιλέξει εδώ και δεκαετίες την δεύτερη οδό. Στην περίπτωση αυτή ισχύει και ο χαρακτηρισμός «υποστηρικτές του Καστοριάδη» που χρησιμοποιεί ο Γ. Ε. (σ. 67-68), δηλαδή υποστηρικτές του προτάγματος της αυτονομίας και της ελευθερίας και όχι «οπαδοί» κάποιου δόγματος φιλοσοφικού, θρησκευτικού ή κομματικού. Αυτή η επιλογή δεν σημαίνει καμία «δογματική ανάγνωση» ούτε «δοξαστική αποδοχή» των απόψεων του Κ. Καστοριάδη (σ. 13, 89), αλλά αποδοχή πολιτικών θέσεων για δημιουργική κριτική συζήτηση με σκοπό την πολιτική πράξη. Χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις και στόχους δεν γίνεται να υπάρξει πολιτική συζήτηση και πολιτική πράξις, που είναι και τα κυρίως ζητούμενα.
Το ίδιο ισχύει και για τον Γ. Ε., ο οποίος δέχεται ορισμένες πολιτικές απόψεις που έχουν εκφράσει πριν από αυτόν κάποιοι άλλοι στοχαστές ή πολιτικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κατηγορηθεί ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος για «δοξαστική αποδοχή» απόψεων άλλων συγγραφέων. Το σημαντικό και το ζητούμενο είναι τα επιχειρήματα που προσκομίζονται στη συζήτηση. Είναι άλλωστε αλήθεια ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση και σε αυτόν τον τομέα. Όταν όμως διεκδικεί κανείς για τον εαυτό του την κριτική αποδοχή κάποιων απόψεων, θα πρέπει να αναγνωρίζει και στον οποιοδήποτε άλλον την κριτική αποδοχή ή απόρριψη άλλων απόψεων. Εν πάση περιπτώσει, οι πολιτικές επιθυμίες και δράσεις για τη δημοκρατία και την αυτονομία υπάρχουν στην ανθρώπινη ιστορία πολύ πριν τον Καστοριάδη και δεν είναι πρωτοτυπία δική του. Η συμβολή και η αξία του Καστοριάδη έγκειται στο ότι τις ανέδειξε και τις επεξεργάσθηκε σε δύσκολους καιρούς - δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό-, με εξαίσιο τρόπο και στο ότι τις ενέταξε με σαφή επιχειρηματολογία σε αυτό που αποκάλεσε «πρόταγμα της αυτονομίας». Συμφωνία λοιπόν με τις απόψεις του Καστοριάδη σημαίνει  συστράτευση στον αγώνα για τη δημοκρατία και την αυτονομία, δηλαδή κατά του κοινοβουλευτισμού, κατά της αντιπροσώπευσης, των κομμάτων, του φιλελευθερισμού, κατά της σοσιαλδημοκρατίας, του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού.

Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι περιττές ορισμένες γενικές σκέψεις για τις απόψεις τρίτων για το έργο του Καστοριάδη, στις οποίες αναφέρεται ο Γ.Ε. Οι αρνητικοί και υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί στον τομέα αυτόν για τις διαφορετικές απόψεις ή τον φορέα τους είναι εύκολο επάγγελμα και ευδοκιμούν ιδιαιτέρως εν Ελλάδι, όμως δεν προάγουν τη συζήτηση. Το μόνο που εξασφαλίζουν είναι η αυτοϊκανοποίηση και η επανάπαυση στις δάφνες εκείνου που χρησιμοποιεί τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, αφού ο ίδιος αυτοθεωρείται οπαδός της μη δοξαστικής αποδοχής ή της κριτικής απόρριψης. Όμως αν θέλουμε σοβαρή συ(ν)ζήτηση θα πρέπει να υπερβούμε επιτέλους την σταλινική μέθοδο να χαρακτηρίζουμε με κάμποσα επίθετα τον φορέα των απόψεων, με τις οποίες διαφωνούμε ή μας ενοχλούν, αντί να συζητώνται οι απόψεις του με επιχειρήματα – ευτυχώς ο Γ.Ε. δεν καταφεύγει σε αυτή την τακτική.
Εν προκειμένω, το πρόβλημα δεν είναι η αποδοχή (πολύ περιορισμένη άλλωστε) των απόψεων του Κ. Καστοριάδη στην νεοελληνική κοινωνία, της οποίας ένα ελάχιστο μέρος αρκείται στην υιοθέτηση των όρων που εισήγαγε ο Κ. Καστοριάδης χωρίς το ουσιαστικό περιεχόμενο της πολιτικής φιλοσοφίας του. Πράγματι, οι όροι «φαντασιακό», «πρόταγμα», «θέσμιση», «αυτονομία», «άμεση δημοκρατία» (να πούμε και τις «φαντασιακές σημασίες» ή το «κοινωνικό φαντασιακό»;) εμπλούτισαν το νεοελληνικό φιλοσοφικό και πολιτικό λεξιλόγιο από τη δεκαετία του ’80, χωρίς όμως την αντίστοιχη φιλοσοφική και πολιτική κριτική συζήτηση. Το κύριο πρόβλημα που διαπιστώνεται σε αρκετούς Νεοέλληνες, οι οποίοι έγραψαν κριτικά κείμενα για τον Κ. Καστοριάδη, είναι ότι διέπονται είτε από αξιωματική απόρριψη, είτε από ελλιπή κατανόηση ή ποικίλες παρερμηνείες.[39] Οι συνέπειες επομένως είναι αφ’ενός η απουσία ουσιαστικού κριτικού διαλόγου με το έργο του, και αφ’ετέρου η  ανυπαρξία δημιουργικής πολιτικής συζήτησης για τη συγκρότηση δημοκρατικού κινήματος.
Ακόμη πιο προβληματικές είναι οι απόψεις που ασκούν κριτική στον Κ. Καστοριάδη, επειδή εισάγει νέες φιλοσοφικές έννοιες, ενώ θα έπρεπε να επεξεργασθεί συστηματικά ήδη τις υπάρχουσες έννοιες από την ιστορία της φιλοσοφίας (σ. 90). Η αντίληψη αυτή πάσχει σε πολλά σημεία. Κατ’ αρχάς αυτή προϋποθέτει αξιωματικώς ότι όλα έχουν ειπωθεί και άρα δεν μένει τίποτε άλλο ως έργο της φιλοσοφίας παρά μόνο ο συνεχής κριτικός διάλογος με το παρελθόν. Θα έπρεπε συνεπώς η αντίληψη αυτή να προσδιορίσει από ποιόν φιλόσοφο ή από ποιαν εποχή και μετά θα πρέπει να ισχύει αυτό, πράγμα το οποίο βρίσκεται σε αδυναμία να πράξει.
Δεύτερον, η αντίληψη αυτή διακρίνεται τουλάχιστον από αυταρέσκεια και αυτο-ικανοποίηση ότι έχει ανακαλύψει το αρχιμήδειο σημείο από το οποίο εποπτεύει σφαιρικώς την ιστορία της ανθρώπινης σκέψης και διαπιστώνει ότι όλα έχουν ειπωθεί, άρα δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καινούριο και διαφορετικό. Σημειωτέον, ότι ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα ο Ρωμαίος ποιητής Τερέντιος υποστήριζε ότι όλα έχουν ειπωθεί και συνεπώς ο λόγος δεν μπορούσε να εκφράσει τίποτε το καινούργιο.
Τρίτον, παρά την προκρούστεια αυτή αντίληψη, η σκέψη και η φιλοσοφία ως κριτική δύναμη προχωρά και δημιουργεί έργο. Όσον αφορά τον Κ. Καστοριάδη, οι καινούριες ιδέες και έννοιες εισάγονται στο έργο του με ικανοποιητικώς τεκμηριωμένο τρόπο, με αρκούντως αξιόπιστη και ισχυρή επιχειρηματολογία. Τέταρτον, το έργο του είναι επί πλέον και ένας διαρκής κριτικός διάλογος με τους φιλοσόφους του παρελθόντος, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τους συγχρόνους του. Επίσης είναι μία διαρκής αναζήτηση και συζήτηση με όλα σχεδόν τα επιτεύγματα των κλάδων του επιστητού: εθνολογίας, γλωσσολογίας, οικονομίας, κοινωνιολογίας, ψυχανάλυσης, επιστημολογίας, επιστήμης (μαθηματικών, φυσικής, βιολογίας).  Συμπέρασμα: οι απόψεις αυτές κατά του Καστοριάδη, οι οποίες εισάγουν ατύπως ένα «τέλος της φιλοσοφίας», δηλώνουν αδυναμία να ασκηθεί ουσιαστική φιλοσοφική ή πολιτική κριτική στο έργο του, και, ως εκ τούτου, προσπαθούν με αδέξιο και ανεπιτυχή τρόπο  να υποτιμήσουν το έργο και την προσφορά του.
Τελειώνοντας, να πω ακόμη μία φορά πως οι απόψεις του Κ. Καστοριάδη, όπως και οι δικές μου, δεν είναι υπέρ της καταργήσεως της δημοκρατίας (σ. 32), αλλά της ολιγαρχίας. Με άλλα λόγια, είναι υπέρ της «διευρύνσεως» του ολιγαρχικού αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος και του εμπλουτισμού του με τα βασικά δικαιώματα της ισότητας και της ελευθερίας, που απαιτούν και επιτρέπουν την ίση συμμετοχή όλων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων, στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία. Αυτό σημαίνει δημοκρατία: ο δήμος είναι κύριος, η εξουσία ασκείται από όλους τους πολίτες και όχι από τους ολίγους και τα κόμματα. Αν και με τον Γ. Ε. βρισκόμαστε σε σημαντικές «καταστατικές» πολιτικές διαφωνίες και σε «αντίπαλα στρατόπεδα» ελπίζω εν τούτοις η συζήτηση των διαφωνιών μας να είναι εποικοδομητική και δημιουργική.





[1] Γ. Ν. Οικονόμου, «Ιδεαλισμός, μεταφυσική και ο Κ. Καστοριάδης», Μάγμα, τχ. 3, Δεκέμβριος 2008, σ. 136-7.
[2]  Εκδόσ. Παπαζήση, Αθήνα, 2009.
[3] Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφρ., Ύψιλον, Αθήνα 2000, σ. 281.
[4]  Περισσότερα βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, σ. 15 κ.ε.
[5] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Ή άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, 2007, κεφ. «Η κυριαρχία του νόμου». Περισσότερα για τις αρχές και τα επιχειρήματα της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. το πρώτο τμήμα των κεφαλαίων. Και συνοπτικά Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, 2009, σ. 53-62.
[6] Βλ. προηγούμενη σημείωση. Φυσικά υπάρχουν και τα κείμενα του Κ. Καστοριάδη, τα οποία είναι βασικά και αναγκαία για κάθε συζήτηση περί δημοκρατίας. Βλ. πιο κάτω σημ. 36 και 37, καθως και το αντίστοιχο σε αυτές τις σημειώσεις μέρος του κειμένου.
[7] Βλ. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, όπ. π., κεφ. «Η πολιτική: αμφισβήτηση των θεσμών» και Καστοριάδης, «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς», Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφ. Κ. Κουρεμένος, Υψιλον, Αθήνα, 2000, σ. 283.
[8] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Άμεση δημοκρατία ή αναρχία;», Ελευθεριακή κίνηση, τχ. 18, Φεβρουάριος 2009.
[9] Για να αναφέρω μόνο τα επίθετα  που αναφέρει και ο Γ. Ε, διότι υπάρχουν πάρα πολλά.  Ο όρος «λειτουργική δημοκρατία» είναι του Gerry Stoker και ο όρος «μαζική δημοκρατία» είναι του Π. Κονδύλη.
[10] Kαστοριάδης, «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς», Η άνοδος της ασημαντότητας, Αθήνα, Υψιλον, 2000. Στο κείμενο αυτό ο Κ. Καστοριάδης ασκεί κριτική στις σχετικές αντιλήψεις του Berlin, του Rawls και του Habermas.
[11]  Hannah Arendt, Για την επανάσταση, μτφ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 162.
[12] Castoriadis, Fygures du pensable, Seuil, Paris, 1999, σ. 156.
[13] Hannah Arendt, Για την επανάσταση, μτφ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 249.
[14] Federalist Papers, No 63 (δεν είναι σίγουρο αν είναι του Μadison ή του Hamilton). Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
[15]  Βλ. Γ. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού...., όπ. π., σ. 127-129.
[16] Μάνεσης,  «Κριτικές σκέψεις για την έννοια και την σημασία του δικαίου», στον συλλογικό τόμο Αφιέρωμα στον Κ. Τσάτσο, Αθήνα, 1980, σ. 413-414, όπου και περαιτέρω επιχειρηματολογία και βιβλιογραφία.
[17] Γ. Λ. Ευαγγελόπουλος, Καστοριάδης και σύγχρονη πολιτική θεωρία, Ευρασία, Αθήνα, 2009, σ. 102. Για να υπάρξει «αμεσότερη δημοκρατία» θα πρέπει πρώτα να υπάρξει άμεση που δεν υπάρχει. Επί πλέον στην περίπτωση αυτή έχουμε την άστοχη και κακόηχη κλίμακα: άμεση, αμεσότερη, αμεσότατη δημοκρατία.
[18] J.- J. Rousseau, Το κοινωνικό συμβόλαιο, μτφ Β. Γρηγοροπούλου – Α. Σταϊνχάουερ, Πόλις, Αθήνα, 2006,  σ. 73. Βλ. περισσότερα στο Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009,  κεφ. 3. 
[19] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, όπ. π.,  κεφ. «Η παιδεία».
[20]  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο κείμενο που παραπέμπει ο Γ.Ε. (σ. 102, υποσ. 32), και με τις απόψεις του οποίου συμφωνεί, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις «εκδημοκρατισμού» του κοινοβουλευτισμού.
[21]  Βλ. τα σκάνδαλα που έχουν συγκλονίσει τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες στο Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, σ. 33, 127. Βλ. μεταξύ πολλών άλλων ενδεικτικώς και Γ. Βότσης, «ΕΡΤ: προκαλούν το κοινό αίσθημα οι χρυσοκάνθαροι», Ελευθεροτυπία, 11 Ιανουαρίου 2010, σ. 8. [To παρόν κείμενο ολοκληρώθηκε στις αρχές Μαρτίου 2010, και συνεπώς επιβεβαιώνεται από τις μετέπειτα εξελίξεις. Πράγματι η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την ΕΕ από το ΠΑΣΟΚ του Γ.Α. Παπανδρέου τον Απρίλιο του 2010, ισοδυναμεί με ομολογία αδυναμίας και χρεοκοπίας του κομματικού πολιτικού συστήματος, το οποίο έχει καταντήσει μία εξαρτημένη ολιγαρχία, και για την ακρίβεια μία διεκπεραιωτική αιρετή μοναρχία που εκτελεί τις αποφάσεις της τρόικας].
[22]  Βλ. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού ..., όπ. π.,  σ. 130.
[23] Καστοριάδης, «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς», Η άνοδος της ασημαντότητας, Υψιλον, Αθήνα, 2000, σ. 268.
[24] Καστοριάδης, «Στην καλύτερη περίπτωση ο Γκορμπατσώφ είναι ένας Μεγάλος Πέτρος», Αντί, αρ. 356 (1987). Πρβ. και ένα του 1995: «Δεν μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς ριζικές αλλαγές στην οργάνωση της κοινωνίας», Une societe a la derive, Seuil, Paris, 2008, σ. 269. 
[25] Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού.., όπ. π.,  σ. 84-86.
[26] Βλ. και Γ. Ν. Οικονόμου, «Το κοινωνικό-ιστορικό, η αυτονομία και τα επιχειρήματά της», στο Α. Αποστολόπουλος & Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Συνέδριο/Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, Αθήνα, 2010, σ. 171.
[27]  Ακόμη και ο συντηρητικός οικονομολόγος και υποστηρικτής του αντιπροσωπευτικού συστήματος Joseph Schumpeter διακρίνει αυτή την αλήθεια, από την πλευρά του βεβαίως: «Το κόμμα και οι κομματικοί παράγοντες είναι η απάντηση στην ανικανότητα της εκλογικής μάζας να δράσει διαφορετικά από ό,τι μία αγέλη» (Schumpeter, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία, μτφ. Χ. Τσαμπρούνης, επιστημ. επιμ. Μ. Ψαλιδόπουλος, Παπαζήσης, Αθήνα, 2006, σ. 342). 
[28]  Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Υψιλον, Αθήνα, 1986, σ. 52. Στο απόσπασμα αυτό (που παραθέτει και ο Γ. Ε., σ. 59) αναφέρθηκα και σε ένα παλαιότερο κείμενό μου, «Plato and Castoriadis: The Concealment and the Unveiling of Democracy», Democracy and Nature, Vol. 9, No. 2, July 2003, σ. 260. Βλ. την ελληνική εκδοχή του «Πλάτων και Καστοριάδης: Η συγκάλυψη και η ανάδειξη της δημοκρατίας», Νέα Εστία, τχ. 1760, Οκτώβριος 2003, σ. 488.   
[29] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού..., όπ. π., σ. 130.
[30] Κ. Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Ράππας, Αθήνα, 1981, σ. 85.
[31]  Γ. Λυκιαρδόπουλος, Σημειώσεις, αρ. 69, Ιούλιος 2009, σ. 4.
[32] Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, Υψιλον, σ. 330. Του ιδίου, «Η άνοδος της ασημαντότητας», Η άνοδος της ασημαντότητας, Υψιλον, σ. 111-112.
[33] Γ. Ν. Οικονόμου, «Ιδεαλισμός, μεταφυσική και ο Κ. Καστοριάδης», Μάγμα, τχ. 3, Δεκέμβριος 2008, σ. 136.
[34] Νομίζω ότι δεν θα ήταν περιττό να αναφέρω στο σημείο αυτό μία παρέμβαση του  Κ. Καστοριάδη σε παρόμοια περίπτωση, που είναι αποκαλυπτική. Ασκώντας κριτική στον χριστιανισμό και στους μεγάλους φιλοσόφους Πλάτωνα, Καρτέσιο, Χέγκελ, Νίτσε, Χάιντεγκερ γράφει χαρακτηριστικά: «πρέπει κάποτε να τελειώνουμε με αυτό το εκκλησιαστικό, ακαδημαϊκό και λογοτεχνικό σέβας. Πρέπει τελικά να μιλήσουμε για τη σύφιλη αυτής της οικογένειας, της οποίας προφανώς τα μισά μέλη πάσχουν από γενικευμένη παράλυση. Πρέπει να πιάσουμε από το αυτί τον θεολόγο, τον εγελιανό, τον νιτσεϊκό, τον χαϊντεγκεριανό, και να τους οδηγήσουμε στα στρατόπεδα της Κόλυμα, του Άουσβιτς, στα ρωσικά ψυχιατρεία, στις αίθουσες βασανιστηρίων της αργεντινής αστυνομίας, και να απαιτήσουμε να μας εξηγήσουν, εδώ και τώρα και δίχως υπεκφυγές, το νόημα των εκφράσεων “πάσα εξουσία εκ θεού”, "ό,τι είναι πραγματικό είναι και ορθολογικό”, “αθωότητα του γίγνεσθαι” ή “η ψυχή ισοδυναμεί με την παρουσία των πραγμάτων”. (Κ. Καστοριάδης, «Οι διανοούμενοι και η ιστορία» (1987), Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφ., Υψιλον, Αθήνα, 1992, σ. 121).
[35] Για μία συνοπτική εισαγωγή στην αξία της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας για την κατανόηση της πολιτικής θεωρίας του Κ. Καστοριάδη, βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας του Κ. Καστοριάδη», Φιλοσοφία και παιδεία, τ. 36, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2005.    
[36] Και τα δύο κείμενα υπάρχουν στο Χώροι του ανθρώπου, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Υψιλον, Αθήνα, 1995.
[37]  Kαστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφ. Κ. Κουρεμένος, Υψιλον, Αθήνα, 2000.
[38] Για μία συνοπτική αντιπαράθεση των αρχών και χαρακτηριστικών της άμεσης δημοκρατίας με το αντιπροσωπευτικό σύστημα βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, όπ.π., σ. 15 κ.ε., 53 κ.ε.. 
[39] Μερικές από αυτές προσπάθησα να συζητήσω κριτικά στα κείμενά μου: α) «Φ. Τερζάκης, Το πνεύμα στην εξορία», Νέα Κοινωνιολογία, τχ. 43, Χειμώνας 2006-07, σ. 240-242. Και  «Η υπεράσπιση του Καστοριάδη», Αντί, τχ. 845, 17 Ιουνίου 2005, σ. 56-57. β) «Φαντασία και λόγος στον Καστοριάδη», Νέα Κοινωνιολογία, τχ. 43, Χειμώνας 2006-07, σ. 136-144. Και γ) «Ιδεαλισμός, μεταφυσική και ο Κ. Καστοριάδης», Μάγμα, τχ. 3, Δεκέμβριος 2008. Οι παρερμηνείες συνεχίζονται με τον Τ. Φωτόπουλο, ο οποίος επιδίδεται σε μια προσπάθεια δυσφήμησης του Κ. Καστοριάδη. Τον ακολουθούν, αναμασώντας τις ιδέες του, και ορισμένοι φίλοι του, που προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Κ. Καστοριάδης δεν υπήρξε «κορυφαίος φιλόσοφος και κοινωνικός επαναστάτης» (sic). Αναμένουμε να μας πουν, οι τιμητές της φιλοσοφίας και της επανάστασης, ποιον θεωρούν κορυφαίο φιλόσοφο και κοινωνικό επαναστάτη. Για μια τεκμηριωμένη απάντηση στον Τ. Φωτόπουλο βλ. Ν. Μάλλιαρης, «Η περιεκτική δημοκρατία, ο Καστοριάδης και το ‘πρόταγμα της αυτονομίας’», http://issuu.com/magmareview/docs/-------------------------------..