Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΥΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ





[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 4 Ιουλίου 2015]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
                         
                         

                         Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΥΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Η αιφνιδιαστική προκήρυξη «δημοψηφίσματος» από την κυβέρνηση Αριστεράς-Ακροδεξιάς φανερώνει κατ’ αρχήν την αποτυχία και την ανικανότητά της, τις οποίες προσπαθεί να μεταβιβάσει με εκβιαστικό τρόπο στην κοινωνία. Προσπαθεί επίσης με δημαγωγικές εθνικιστικές και λαϊκιστικές ρητορείες να μεταβιβάσει τις ευθύνες αποκλειστικά στην Ε.Ε. και στο ΔΝΤ. Από τις μεγάλες ελλείψεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο ρεαλισμός, η πολιτική ικανότητα και ο καθορισμός στόχου.[1] Ήδη από τις ανεφάρμοστες προεκλογικές υποσχέσεις διαφάνηκε η ανικανότητά του που οδήγησε σε αδιέξοδο. Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν γι’ αυτό: είτε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν γνώστης της πραγματικότητας πράγμα που σημαίνει πως είναι ανίκανη, είτε ήξερε την πραγματικότητα και ενσυνειδήτως υποσχέθηκε πράγματα που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με μοναδικό σκοπό να κερδίσει τις εκλογές, πράγμα που σημαίνει πως έλεγε ψέμματα, άρα είναι απατεώνας. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε ανίκανη είτε απατεώνας, είναι επικίνδυνη.   
Επί πέντε μήνες στους κόλπους της  κυβερνώσας Αριστεράς οξύνονταν οι αντιθέσεις για τις ακολουθούμενες στρατηγικές και τακτικές, δημιουργώντας ένα κλίμα αστάθειας και αμφιβολίας. Οι αντιθετικές γνώμες και η κυβερνητική αδυναμία δημιουργούσαν σύγχυση τόσο στους ευρωπαίους όσο και στην κοινωνία. Ταυτοχρόνως το πρώην πασοκαριάτο άλωνε ξανά τον κυβερνητικό, διοικητικό και κρατικό μηχανισμό και οι ποικίλοι αρχηγίσκοι και ηγετίσκοι φλυαρούσαν ασυστόλως και ατερμόνως σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και διαδίκτυο, συντηρώντας την αβεβαιότητα. Παρουσιάσθηκε  έτσι το πρωτοφανές φαινόμενο η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση να μην ασκείται από τον «φυσικό» φορέα της, αλλά από την μειοψηφία στο  εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, από ανερμάτιστες αριστερές πλατφόρμες και αποβάθρες που προπαγάνδιζαν τη ρήξη και την επάνοδο στη δραχμή. Οι περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ήταν απλώς το πέπλο για να καλύψει την αλήθεια από την κοινωνία.
Επί πέντε μήνες η κοινωνία υπέστη μία ασύστολη κυβερνητική προπαγάνδα, με τεράστια ψεύδη, τις επικοινωνιακές φλυαρίες του νάρκισσου υπουργού Οικονομικών, το φλερτ της προβληματικής προέδρου της Βουλής με τη Χρυσή Αυγή, τους εθνικισμούς, τις θρησκειοκαπηλείες και τα πανηγύρια του ψεκασμένου υπουργού Εθνικής Αμύνης, τον αριστερό και  ακροδεξιό λαϊκισμό, την δημαγωγία, την επάνοδο στην παλαιά ΕΡΤ, την ανασύσταση του πελατειακού κράτους ακόμα και λίγες ημέρες πριν από την Κυριακή του «δημοψηφίσματος», τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Όλα αυτά με σκοπό να κρύψουν οι κυβερνώντες την ανικανότητά τους, τις αμφισβητούμενες ηθικές προθέσεις αρκετών υπουργών, βουλευτών και στελεχών, την απουσία οραμάτων και την έλλειψη στρατηγικού σχεδίου και σχεδιασμού. Η ανικανότητα φάνηκε και όταν μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου οι κυβερνώντες δεν απαίτησαν οικονομικές ενισχύσεις από τους «εταίρους», διακηρύσσοντας πως δεν ζητούν χρήματα, καθώς και όταν επέστρεψαν τα 11 δισ. ευρώ του ΤΧΣ, ενώ ταυτοχρόνως πλήρωναν κανονικά τις δόσεις στο ΔΝΤ και στην ΕΚΤ! Όλα αυτά κατέληξαν σε εξάντληση του δημοσίου ταμείου και σε αδιέξοδο το οποίο οδήγησε την κυβέρνηση στον πανικό και στην καταστρεπτική ενέργεια κήρυξης βιαστικού και εκβιαστικού δημοψηφίσματος.
Τελικώς επικράτησε η αδιάλλακτη κομματική μειοψηφία και βρισκόμαστε σήμερα μπροστά στο αντιδημοκρατικό, τραγικό και γελοίο γεγονός η «μειοψηφία της μειοψηφίας» να σέρνει την κοινωνία και τη χώρα σε μία άτακτη πτώχευση με καταστροφικές ανυπολόγιστες συνέπειες. Πράγματι, το 36,3% του ΣΥΡΙΖΑ και το 4,7% των ΑΝΕΛ αποτελούν το 41% των ψηφοφόρων που αποφάσισε για το υπόλοιπο 59%. Το επιχείρημα που προέβαλαν συνεχώς οι κυβερνώντες ήταν πως έχουν την εντολή του 41% την οποία δεν μπορούσαν να προδώσουν, έτσι όμως συγκαλύπτεται το γεγονός ότι το υπόλοιπο πλειοψηφικό 59% δεν τους έδωσε τέτοια εντολή. Αν επί πλέον συνυπολογισθεί το γεγονός πως κάθε κυβέρνηση θεωρητικώς και συνταγματικώς είναι κυβέρνηση όλης της κοινωνίας και όχι μόνο αυτών που την ψήφισαν, πως από το 41% δεν ήθελαν όλοι την έξοδο από την Ε.Ε. και την επάνοδο στη δραχμή, καθώς και το μεγάλο ποσοστό της αποχής (37%), τότε φαίνεται σε όλη της την μικρότητα η λανθασμένη μικροκομματική λογική της Αριστεράς-Ακροδεξιάς.   

Από την άλλη παρουσιάσθηκε το δημοψήφισμα  ως αμεσοδημοκρατικός ή δημοκρατικός θεσμός, από αρκετούς, ακόμη και από τον πρόεδρο της χώρας, την πρόεδρο της Βουλής και τον πρωθυπουργό, δημιουργώντας σύγχυση στην κοινωνία. Αυτό δηλώνει το μέγεθος της αγνοίας τους ή της δημαγωγίας τους, διότι το δημοψήφισμα δεν είναι δημοκρατικός θεσμός, αλλά κοινοβουλευτικός. Δημοκρατία σημαίνει πως αποφασίζει η κοινωνία για όλα τα ουσιαστικά ζητήματα, όχι μόνο για ένα ζήτημα και όχι κάθε σαράντα χρόνια, αλλά σε τακτά χρονικά διαστήματα και με διαδικασίες που καθορίζονται σαφώς από τον νόμο. Η άμεση δημοκρατία, δηλαδή η δημοκρατία, δεν έχει δημοψηφίσματα, αλλά τακτικές και έκτακτες συνελεύσεις των πολιτών, οι  οποίοι συμμετέχουν άμεσα, διαβουλεύονται, συζητούν, εκθέτουν τις απόψεις τους, επιχειρηματολογούν ελεύθερα, με ισότητα, παρρησία, ισηγορία και στο τέλος αποφασίζουν.  Έτσι γινόταν στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Δημοψηφίσματα υπήρχαν, εν τούτοις, κάποιες φορές στις αρχαίες ολιγαρχικές πόλεις λ.χ. στην Σπάρτη. Ως γνωστόν, στη Σπάρτη την εξουσία υπό όλες τις μορφές της ασκούσαν δύο σώματα: πρώτον, η γερουσία των είκοσι οκτώ γερόντων που συμπεριελάμβανε και τους δύο κληρονομικούς βασιλείς και δεύτερον, οι πέντε έφοροι, εκλεγμένοι από την απέλλα. Όταν οι βασιλείς και οι έφοροι δεν συμφωνούσαν σε ένα ζήτημα κατέφευγαν στην απέλλα και ζητούσαν να ψηφίσει αυτή με ένα Ναι ή ένα Όχι, χωρίς προηγούμενη συζήτηση και επιχειρηματολογίες. Τέτοιο παράδειγμα έχουμε λ.χ. πριν την έναρξη του πελοποννησιακού πολέμου: όταν ο σπαρτιάτης βασιλεύς και ο έφορος διεφώνησαν για το αν πρέπει να ξεκινήσει πόλεμος με την Αθήνα, κατέφυγαν στην απέλλα και αυτή με πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ του πολέμου. 
                 
Τα πολιτεύματα εντός των οποίων ζούμε δεν είναι δημοκρατικά, είναι αντιπροσωπευτικές ολιγαρχίες και έχουν εντάξει στα συντάγματά τους και το δημοψήφισμα, το οποίο είναι ένα εργαλείο που μπορούν να το χρησιμοποιούν κατά το δοκούν οι κυβερνήσεις για τους δικούς τους σκοπούς, όπως έγινε με την απόπειρα του Γ. Α. Παπανδρέου και τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά έγινε με αυταρχικό τρόπο και από τους εθνικολαϊκιστές ηγέτες της Λατινικής Αμερικής.
Το δημοψήφισμα που προκηρύχθηκε δεν είναι ομαλό και κανονικό. Δεν είναι αναγκαίο να είναι κανείς συνταγματολόγος για να το καταλάβει αυτό: μέσα σε πέντε ημέρες, σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, χωρίς τον απαιτούμενο χρόνο για την ενημέρωση και πληροφόρηση των ανθρώπων για τις συνέπειες του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, με χρεοκοπημένη χώρα και υπό την απειλή της άτακτης πτώχευσης, με κλειστές τράπεζες, capital controls, ουρές στα ΑΤΜ και εγκλωβισμό των ψηφοφόρων σε ψευδή διλήμματα, δεν μπορεί να γίνει ομαλό δημοψήφισμα. Είναι μάλλον κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, πιστόλι στον κρόταφο. Είναι ο τρόπος για να καταστραφεί εντελώς η οικονομία και η χώρα και έτσι οι κυβερνώντες να μπορούν να εξουσιάζουν μία λεηλατημένη, απληροφόρητη, τρομοκρατημένη και σε πλήρη ένδεια κοινωνία. 
Ομαλό δημοψήφισμα διενεργείται υπό ομαλές συνθήκες και κανονικές διαδικασίες. Κυρίως όμως απαιτείται αρκετός χρόνος (τουλάχιστον ένας μήνας) για να πληροφορηθεί εγκαίρως και να ενημερωθεί αρκούντως η κοινωνία για τα πραγματικά διακυβεύματα του ερωτήματος. Επίσης απαιτείται το δίλημμα του δημοψηφίσματος να είναι σαφές, συγκεκριμένο, να μην υπόκειται σε ερμηνείες και να μην περιέχει δημοσιονομικά ζητήματα για τα οποία  χρειάζεται ιδιαίτερη εκτενή ενημέρωση από ειδικούς οικονομολόγους. Τρίτο προαπαιτούμενο είναι η απάντηση με ένα Ναι ή ένα Όχι να μην εμπεριέχει την ανάθεση σε κόμματα και αντιπροσώπους. Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια του δημοψηφίσματος: οι ψηφοφόροι αποφασίζουν άμεσα για ένα ζήτημα για το οποίο είναι σαφές ότι δεν ανατίθεται σε αντιπροσώπους, ότι δεν υπάρχει ανάθεση. Τέτοια δημοψηφίσματα διενεργούνται σε άλλες χώρες και ιδίως στην Ελβετία.[2] Από την άλλη, λείπει η νομοθέτηση δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία της κοινωνίας από τα κάτω.
Οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται στο «δημοψήφισμα» του ΣΥΡΙΖΑ. Η παρούσα κυβέρνηση είχε όλον τον χρόνο τους προηγούμενους πέντε μήνες να διενεργήσει ένα ομαλό δημοψήφισμα και με ουσιαστικά σαφή ερωτήματα, όπως «Ευρώ ή δραχμή;», και όχι όπως αυτό με ασαφή και κρυπτικά διλήμματα. Το δίλημμα του συγκεκριμένου «δημοψηφίσματος» είναι σαφές ως προς το Ναι: εγκρίνεται το «σχέδιο της συμφωνίας». Δεν ισχύει όμως το ίδιο ως προς το Όχι, διότι αυτό εμπεριέχει αφ΄ενός ερνηνείες και αφ΄ετέρου την ανάθεση. Πράγματι, με το Όχι απορρίπτεται μεν το «σχέδιο της συμφωνίας», αλλά δεν προτείνεται κάτι άλλο συγκεκριμένο, το οποίο ανατίθεται πάλι στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό, για να αποφασίσουν οι ίδιοι αυτό που θα κρίνουν «καλό» - δεν είναι συνεπώς άμεση απόφαση. Δυστυχώς επαληθεύθηκε ο κανόνας της ισχύος: όποιος έχει την εξουσία αυτός αποφασίζει και ποιο είναι το δίλημμα στο οποίο  πρέπει να δοθεί απάντηση.  
Έχει κανείς την αίσθηση ότι έτσι παίζεται η τελευταία πράξη του δράματος που λέγεται ελληνική χρεοκοπία. Το μείζον πρόβλημα όμως είναι η κοινωνία, η οποία πάντα εκ των υστέρων βλέπει τα αδιέξοδα και στρέφεται διαδοχικώς σε κάποιους άλλους «σωτήρες», φανερώνοντας έτσι αυτοκτονική συμπεριφορά. Πράγματι, ενώ επί τριάντα έξη έτη ανέθετε το μέλλον της εναλλάξ στα δύο κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, ενώ μετά το ξέσπασμά της το 2010 επί πέντε έτη επέμενε να αναθέτει την διακυβέρνηση στα ίδια ένοχα κόμματα, ανακάλυψε ξαφνικά την Αριστερά όταν η χώρα βρισκόταν στην καταστροφή. Είναι κατανοητή η ανάγκη της κοινωνίας να δοκιμάσει πρώτη φορά την Αριστερά στην κυβέρνηση, όμως αυτή οδήγησε σε αδιέξοδα, αποτυχία και καταστροφή.
Αυτό που ζούμε σήμερα οφείλεται στην αποτυχία του πολιτικού συστήματος είτε υπό δεξιά, είτε υπό κεντρώα, είτε υπό αριστερή μορφή. Το μέγιστο πολιτικό πρόβλημα είναι λοιπόν το εγχώριο ολιγαρχικό, κομματοκρατικό, πελατειακό, διεφθαρμένο, ανίκανο σύστημα και όχι μόνο οι «κακοί» ξένοι. Θα πρέπει επί τέλους η κοινωνία να απαλλαγεί από τις δεξιές κεντρώες και αριστερές φαντασιώσεις και να βρει τον δικό της δρόμο, το χαμένο της πρόσωπο, και πρωτίστως να καταλάβει πως έχει μεγάλες ευθύνες. Ο Καστοριάδης έλεγε το 1994 πως «ο ελληνικός λαός – όπως και κάθε λαός άλλωστε - είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι, υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα». Το πρόβλημα δηλαδή είναι και κοινωνικό, που σημαίνει πως πρέπει να αλλάξουν ριζικά οι προσανατολισμοί, οι σημασίες και οι συμπεριφορές της κοινωνίας.

Ο χρόνος είναι πολύτιμος, η αναμονή είναι πολυτέλεια. Πριν είναι πολύ αργά είναι φρόνιμο η κοινωνία να αντιδράσει στη προδιαγεγραμμένη καταστρεπτική πορεία, να δείξει εγρήγορση, να απαιτήσει πληροφόρηση και συμμετοχή, θεσμικές μεταρρυθμίσεις, διοικητική αναδιάρθρωση, να αποκτήσει άλλο όραμα για το μέλλον, πρόταγμα κοινωνικό, πολιτικό, δημοκρατικό - όχι κομματικό, πελατειακό, λαϊκίστικο, εθνικιστικό, κρατικοδίαιτων κομματικών και συνδικαλιστικών αργόσχολων. Να μην αναθέτει πια σε επίδοξους σωτήρες και μαθητευόμενους μάγους το μέλλον της, διότι αποδείχθηκαν και θα αποδειχθούν όλοι ανίκανοι ή απατεώνες.  Η μοίρα της κοινωνίας  δεν είναι η παρακμή και η δουλεία.






[1] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Τα αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ», The BooksJournal, τχ. 25, Νοέμβριος 2012, διαθέσιμο στο oikonomouyorgos.blogspot.com. 
[2] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Άμεση δημοκρατία. Αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες, Παπαζήσης, Αθήνα, 2014, σ. 74 κ.ε.

2 σχόλια:

  1. Φυσικά συμφωνώ στο ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι κατεξοχήν εσωτερικό και δεν έχει να κάνει με τους "κακούς ξένους" (π.χ. αριστερή ανασύνταξη του πελατειακού ψευδοκράτους, απροκάλυπτη αδιαφορία της αριστερής κυβέρνησης για το εργοδοτικό "πάρτυ" που συνεχίζεται με αμείωτο κέφι κάτω απ' τη μύτη της κλπ). Συμφωνώ και στο ότι το "δημοψήφισμα" ήταν μια -αριστερή- παρωδία και ότι δεν εκπληρούσε τις προϋποθέσεις ενός τέτοιου.

    Όμως θεωρώ ότι οι ψηφοφόροι (είτε του "ναι" είτε του "όχι") το εξέλαβαν όπως έπρεπε να έχει τεθεί: "ναι ή όχι στο ευρώ πάση θυσία;". Κι έτσι το "δημοψήφισμα" ίσως απέκτησε κάποιο νόημα.

    Αν σε αυτό προσθέσουμε την παταγώδη αποτυχία των μεγατόνων της τρομοπροπαγάνδας (εγχώριας και "ευρωπαϊκής"), τους εκβιασμούς των εγχωρίων εργοδοτών υπέρ του "ναι", τον εκβιασμό των κλειστών τραπεζών, τα "επιχειρήματα" της διεθνούς γλώσσας των βολεμένων (βλ. "οι φτωχοί κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες -για τους βολεμένους- στιγμές"), τους αποκαλυπτικούς "αυτοπυροβολισμούς" των εγχωρίων "ευρωπαϊστών" (με τα ευρώ κρυμμένα στα στρώματα), και κυρίως το σπάσιμο του τρόμου από το 61% που ψήφισε "όχι", τότε θα πρέπει ίσως να σκεφτούμε ότι το "δημοψήφισμα" προσέφερε στην κοινωνία την πόλωση που χρειαζόταν (και που αποσιωπείτο επί χρόνια). Και ότι ανέδειξε μια δυναμική, η οποία ξεφεύγει κατά πολύ από αυτό που είχαν κατά νου οι κουτοπόνηροι που το εμπνεύστηκαν και οι διάφοροι έμμισθοι "ερμηνευτές" της "κοινής γνώμης".

    Προσωπικά δεν θα κρύψω ότι εξεπλάγην από τη στάση του κόσμου (δηλ. του 61%).

    Η επισφράγιση ήρθε με την κλασικά αριστερή μετατροπή του "όχι" σε "ναι" από τους καραγκιόζηδες -και θλιβερά "λίγους"- πολιτικούς διαχειριστές.

    Όμως η πραγματική κοινωνία (και όχι οι βολεμένοι) δείχνει να "γλυκάθηκε" και να θέλει πλέον να ερωτάται. Αυτό θεωρώ ότι είναι το -απρόβλεπτο- θετικό της υπόθεσης. Ίσως είμαι υπέρ του δεόντος αισιόδοξος, αλλά αυτό αισθάνθηκα αυτές τις μέρες κυκλοφορώντας έξω.
    Φυσικά όλα αυτά αποτελούν υποκειμενικές διαπιστώσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ για το σχόλιό σας. Εύχομαι η αισιοδοξία σας να επαληθευθεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή