Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Η ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ "ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ"


[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Βαβυλωνία, τχ. 10, Μάρτιος 2013]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

            Δρ Φιλοσοφίας

  Η ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ «ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ»

 

 Τελευταίως πυκνώνουν οι επιθέσεις κατά του νοήματος του Πολυτεχνείου 1973. Μία από αυτές είναι η προσπάθεια απαξίωσης που στηρίζεται στη μεταπολιτευτική δημόσια εικόνα ορισμένων ατόμων, γνωστών από την εποχή εκείνη, που ταυτίζονται συλλήβδην με τη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου».[1] Βεβαίως στη Μεταπολίτευση ο βίος και οι απόψεις ορισμένων ατόμων από αυτούς που συμμετείχαν στο Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα και στην κατάληψη του Πολυτεχνείου»  ουδεμία σχέση έχουν με τις αντιλήψεις και το πνεύμα της εξέγερσης. αντιθέτως αποτελούν αναίρεση των αντιλήψεων αυτών και απεμπόληση των στόχων του Πολυτεχνείου. Τα ελάχιστα αυτά άτομα, ακολουθώντας πλέον την προσωπική τους καριέρα, εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός της συμμετοχής τους και το εμπορεύθηκαν προς ίδιον όφελος.[2] Από την άλλη, υπήρξαν οι χιλιάδες που συμμετείχαν στην κατάληψη και στην εξέγερση και δεν ακολούθησαν τον δρόμο της συναλλαγής και της εξουσίας.

Aυτή η υποστασιοποίηση της «γενιάς του Πολυτεχνείου», η οποία καθιερώθηκε από τον μέγα δημαγωγό και κατασκευαστή όρων Ανδρέα Παπανδρέου, είναι αδόκιμη τόσο από πολιτική όσο και από κοινωνιολογική άποψη. Η κοινωνιολογία, η πολιτική θεωρία ή φιλοσοφία, η πολιτειολογία και άλλοι κλάδοι στις αναλύσεις τους για τη δημιουργία πολιτικών γεγονότων δεν χρησιμοποιούν τόσο τον όρο «γενιά» για να υποδηλώσουν πολιτικά υποκείμενα, αλλά όρους όπως «τάξεις», «κοινωνικά στρώματα», «μάζες», «πλήθος», «λαός», «κόμματα». Τα πολιτικά γεγονότα δεν συμβαίνουν από γενιές, αλλά από κοινωνικά ή πολιτικά σύνολα που εμφορούνται από ιδέες και προτάγματα και εκφράζονται από κοινωνικές και πολιτικές κινητοποιήσεις, οι οποίες ούτε μόνο από μία γενιά γίνονται, ούτε από όλη τη γενιά συλλήβδην –ακόμη και αν με το όρο «γενιά» υπονοούνται περισσότερες ηλικιακές γενιές. Στο Πολυτεχνείο συμμετείχαν πολλές ηλικίες κυρίως από 17 έως 27 ετών, φυσικά και άλλες σε μικρότερο βαθμό. Όσον αφορά στον αριθμό των συμμετεχόντων εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, ο αριθμός δεν υπερέβαινε τους 4.000-5.000. Ο αριθμός αυτός αναλογικώς  είναι πολύ μικρός, ακόμη και αν περιορισθούμε στο σύνολο των φοιτητών που την εποχή εκείνη ανέρχονταν σε 70.000, διότι οι «συνομήλικοι» της εποχής ήταν πολύ περισσότεροι.
Συγχύσεις υπάρχουν επίσης και στους λεγόμενους κινηματικούς χώρους που έχουν αποδεχθεί την κατασκευή της «γενιάς του Πολυτεχνείου». Κάποιοι μιλάνε λ.χ. για «κάστα πολιτικών της γενιάς του Πολυτεχνείου». Ο όρος «κάστα» είναι αδόκιμος, διότι αυτοί από  τους συμμετέχοντες που ενεπλάκησαν στη μεταπολιτευτική πολιτική ζωή δεν ανήκαν σε ένα ενιαίο σχήμα, σε μία οργάνωση, ομάδα ή κόμμα με κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά ή συμφέροντα (που θα δικαιολογούσε έστω και καταχρηστικώς τον όρο κάστα), αλλά ήταν διάσπαρτοι σε όλα σχεδόν τα κοινοβουλευτικά κόμματα, στις αριστερίστικες οργανώσεις, καθώς και ανεξάρτητοι, ακομμάτιστοι, ανέντακτοι ή αναρχικοί. Άλλωστε αυτοί δεν κληρονόμησαν κάποιου είδους προνόμια ούτε εμπόδισαν άλλους να τα αποκτήσουν ούτε επέβαλαν δια της βίας κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό «ρατσισμό», θεωρώντας δηλαδή κάποιες άλλες «κάστες» ανώτερες ή κατώτερες– αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της κάστας. Ο όρος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων  και επαγγελμάτων, όπως η «κάστα» των βουλευτών, των υπαλλήλων της βουλής (με το αυτοδιοίκητο καθεστώς), η «κάστα» των δικαστικών, των στρατιωτικών, η κάστα των υπαλλήλων των ΔΕΚΟ, των υπαλλήλων της ΕΥΠ, των μητροπολιτών (με το αυτοδιοίκητο καθεστώς και το αφορολόγητο). Oι κατηγορίες αυτές είχαν και έχουν προνόμια, κατοχυρωμένα από τον νόμο, την εκάστοτε εξουσία και όλα τα κόμματα - προνόμια που δεν τα έχουν άλλοι εργαζόμενοι, τουλάχιστον μέχρι το 2012.
Άλλοι επίσης θεωρούν πως «ένα κομμάτι της γενιάς του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης έχει στα χέρια του την εξουσία εδώ και τρεις δεκαετίες». Φυσικά αυτό δεν συμβαίνει. Όσοι από τους συμμετέχοντες στο Πολυτεχνείο ασχολήθηκαν με τα πολιτικά δεν έχουν στα χέρια τους την εξουσία. Απλώς συμμετείχαν στην εξουσία, όπως και οι υπόλοιποι των άλλων «γενιών», και προφανώς οι δεύτεροι ήταν και περισσότεροι. Η πολιτική εξουσία από το 1974  ανήκε στα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ τα οποία δεν τα ίδρυσαν οι συμμετέχοντες στην κατάληψη. Τα κόμματα αυτά είχαν αρχηγούς-πρωθυπουργούς τον Κ. Καραμανλή Α΄, τον Α. Παπανδρέου, τον Κ. Μητσοτάκη, τον Κ. Σημίτη, τον Κ. Καραμανλή Β΄, τον Γ. Α. Παπανδρέου και τον Α. Σαμαρά. Όλοι αυτοί προφανώς  ουδεμία σχέση είχαν με το Πολυτεχνείο 1973. Αυτοί που θα μπορούσαν να ενταχθούν ηλικιακώς στη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι οι τρεις τελευταίοι, μαζί με την Ντόρα Μητσοτάκη-Μπακογιάννη. Όμως αυτοί ούτε συμμετείχαν στην κατάληψη και την εξέγερση ούτε  είχαν ή έχουν κάποια  πολιτική σχέση με τον χαρακτήρα και τους στόχους του Πολυτεχνείου. Στην ίδια κατηγορία ανήκει λ.χ. και ο πρώην ισχυρός στρατηγός αρχηγός του ΓΕΣ (2009-2011) εθνικιστής Φραγκούλης Φράγκος και υπουργός στην κυβέρνηση Π. Πικραμμένου (2012). Γεννημένος το 1951 ήταν το 1973 ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού και ίσως ένας από αυτούς που θα ήταν ευνοϊκός στην αιματηρή καταστολή της εξέγερσης – διαφορετικά θα είχε κάποια αντίδραση ἠ δήλωση έστω και μετά τη Μεταπολίτευση. Ηλικιακώς ανήκει στη «γενιά του Πολυτεχνείου», όπως και χιλιάδες άλλοι της αντίθετης πλευράς ή της σιωπηρής και παθητικής πλειοψηφίας. Όπως και ο ακροδεξιός εθνικιστής και ρατσιστής μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ Μεντζελόπουλος που βρίσκεται στους αντίποδες του Πολυτεχνείου. Γεννημένος το 1956 έχει την ηλικία του Διομήδη Κομνηνού, του μαθητή που ήταν από τους πρώτους δολοφονηθέντες της εξέγερσης.   
Η αλήθεια είναι πως την πολιτική εξουσία είχαν και έχουν στα χέρια τους από το 1974 τα δύο κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), η οικονομική ολιγαρχία και τα ΜΜΕ. Και όπως συμβαίνει από πάντα και για όλα τα κράτη, στις εξουσία συμμετείχαν και συμμετέχουν άτομα από όλες τις γενιές - κάποια άτομα και όχι συλλήβδην όλη η γενιά. Περαιτέρω η εξουσία εν Ελλάδι ασκείται σε βασικούς τομείς επί τρεις δεκαετίες από τα όργανα της Ε.Ε. - διότι αυτός είναι ο βασικός νόμιμος κανόνας της ένταξης, τον οποίο κάθε χώρα-μέλος εν πλήρει γνώσει υπέγραψε. Επίσης σημαντικό μέρος της εξουσίας ασκείται από την δικαστική εξουσία, τον τρίτο τομέα της ρητής  εξουσίας μετά την κυβερνητική και την νομοθετική.  Η δικαστική εξουσία  είναι βασικός στυλοβάτης του κοινωνικού-οικονομικού-πολιτικού συστήματος και ενεργεί ως φύλακάς του. Επί πλέον, υπάρχει και η κυρίως ειπείν εκτελεστική  εξουσία, η οποία ορίζεται από την κυβερνητική και νομοθετική εξουσία. Αυτή έχει ως όργανα τις ποικίλες γραφειοκρατικές υπηρεσίες και εταιρείες, τις εφορίες, τις πολεοδομίες, τα δασαρχεία, τις ΔΕΚΟ, το λιμενικό, την πυροσβεστική, την αστυνομία, τα ΜΑΤ, την ΚΥΠ/ΕΥΠ, που έχουν επανδρωθεί με πελατειακά κομματικά κριτήρια με ψηφοφόρους και οπαδούς των δύο κομμάτων εξουσίας. Όμως το βασικό στήριγμα της εξουσίας είναι ο Στρατός, ο οποίος είναι κράτος εν κράτει με το πολυπληθές προσωπικό, τα μεγάλα προνόμια και το σκανδαλώδες καθεστώς της οικονομικής του ενίσχυσης από τον προϋπολογισμό. Η χρεοκοπημένη Ελλάς καταλαμβάνει, στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, την πρώτη θέση στην Ευρώπη και την πέμπτη στον κόσμο![3] Στις εξουσίες αυτές θα πρέπει να προστεθεί και η άτυπη εξουσία της Εκκλησίας, η οποία, εκτός του ιδεολογικού ρόλου και του προασπιστή κάθε συντηρητικού, μεταφυσικού, βυζαντινού και αντιδημοκρατικού δόγματος, αποτελεί στήριγμα της κυρίαρχης εξουσίας, συνιστώντας κράτος εν κράτει με αδιαφάνεια στη διαχείριση της μεγάλης περιουσίας της, με σκανδαλώδες καθεστώς αφορολόγητου, με ιερείς και μητροπολίτες μισθοδοτούμενους από το κράτος.
Αυτό είναι συνοπτικώς το πλέγμα της εξουσίας στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Κάτι παρόμοιο υπήρχε και πριν από τη δικτατορία που δεν υπήρχε «γενιά του Πολυτεχνείου» και κάποια παραλλαγή θα υπάρχει στο μέλλον, που δεν θα υπάρχει η «γενιά του Πολυτεχνείου». Το πλέγμα αυτό αποτελείται από δομές και ανεξέλεγκτους μηχανισμούς και λειτουργεί χάρις σε αυτούς - τα άτομα απλώς εξυπηρετούν τη λειτουργία του. Το πλέγμα αυτό εξουσίας ευθύνεται για τα μακροχρόνια δομικά προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας, για την ανυπαρξία πολιτισμού, για τις χρόνιες πολιτισμικές παθογένειες, για το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το υπέρογκο χρέος. Άλλωστε, το πελατειακό σύστημα, η διαφθορά, ο κομματισμός, ο συντεχνιασμός, η ευνοιοκρατία, ο νεποτισμός, η οικογενειοκρατία και όλα τα δομικά προβλήματα του νεοελληνικού συστήματος που οδήγησαν στην χρεοκοπία,  δεν ξεκίνησαν το 1974, αλλά έχουν τη βάση τους στο μετεμφυλιακό καθεστώς της Δεξιάς και των ανακτόρων και συνεχίσθηκαν με άλλη μορφή στη Μεταπολίτευση.
Εξάλλου το ίδιο πλέγμα εξουσίας ευθύνεται και για τις παρακμιακές και καταστροφικές στιγμές στο παρελθόν: χρεοκοπία 1893, Διχασμός 1916, Μικρασιατική καταστροφή 1922, χρεοκοπία 1932, δικτατορία Ι. Μεταξά 1936-1940, εμφύλιος 1944-45 και 1946-49, βασιλικό πραξικόπημα 1965, δικτατορία 1967-74, κυπριακό πρόβλημα από το 1960, σφαγή του Πολυτεχνείου το 1973, ανατροπή Μακαρίου και διχοτόμηση της Κύπρου το 1974. Όλα αυτά τα συνεχή βίαια γεγονότα είχαν όχι μόνο υλικές και πολιτικές καταστρεπτικές συνέπειες, αλλά επέφεραν και την αποσάθρωση των πολιτισμικών, ηθικών και κοινωνικών αξιών. συνετέλεσαν στην διάλυση του κοινωνικού ιστού. Επέτρεψαν την εξοικείωση μεγάλου μέρους της κοινωνίας με τη βία, τον φόβο, την ανασφάλεια, την παθητικότητα, την αναλγησία, τον ατομικισμό.
Η εξουσία λοιπόν ανήκε στα δύο κόμματα, στην οικονομική ολιγαρχία, στη δικαστική εξουσία, στα ΜΜΕ και στους κρατικούς μηχανισμούς. Το πλέγμα αυτό εξουσίας έλαβε τις κρίσιμες αποφάσεις, θέσπισε τους νόμους του συστήματος, καθόρισε την οικονομική πολιτική και χειρίσθηκε τα χρήματα των φορολογουμένων. Αυτό ευθύνεται για την παρακμή και τη χρεοκοπία - οι ευθύνες του είναι και ποινικές. Φυσικά μερίδιο πολιτικής ευθύνης έχει και το τμήμα εκείνο της νεοελληνικής κοινωνίας (85%) που ανεχόταν, υπέθαλπε και ψήφιζε αυτό το πλέγμα εξουσίας καθόλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Οι ευθύνες της κοινωνίας διαπιστώνονται αμέσως μετά το τέλος της δικτατορίας, όταν στις πρώτες εκλογές του 1974 έδωσε στον Κ. Καραμανλή το απίστευτο ποσοστό του 54,5%. Ούτε στάθηκε ικανή να επιβάλει την αποχουντοποίηση του κρατικού μηχανισμού και την τιμωρία των χιλιάδων συνεργασθέντων με τη δικτατορία. Η κοινωνία παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί στη ΝΔ του Κ. Καραμανλή και από το 1981 στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου – ακολουθώντας δηλαδή αντίθετο δρόμο από αυτόν του Πολυτεχνείου. Παραδόθηκε επίσης από τη δεκαετία του 1990 στον άλογο εθνικισμό (Μακεδονικό, Α. Σαμαράς, Δίκτυο 21), στον θρησκευτικό φανατισμό (Χριστόδουλος, Άνθιμος) και στην υστερία υπέρ των ορθοδόξων χριστιανών Σέρβων σφαγιαστών Μιλόσεβιτς, Κάρατζιτς, Μλάντιτς, αφού ήδη είχε γίνει έρμαιο στις σημασίες της αστικής ιδεολογίας και του καπιταλιστικού τρόπου ζωής (κατανάλωση, τηλεθέαση, καριέρα, ατομικισμός, εύκολος πλουτισμός, διασκέδαση, λάιφ στάιλ κ.ο.κ.).
   
Η χρήση λοιπόν του όρου «γενιά του Πολυτεχνείου» με τον τρόπο που γίνεται είναι άστοχη[4]. Επίσης η απόδοση των ευθυνών για τη σημερινή κατάσταση σε αυτή τη «γενιά», δηλώνει είτε την εμπάθεια είτε την ανικανότητα κατανόησης που χαρακτηρίζει ορισμένους διανοουμένους, πολιτικούς και δημοσιογράφους. Πέραν του ότι δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική και πολιτική πραγματικότητα, δεν δηλώνει ιστορική και πολιτική συνείδηση και ούτε δημιουργεί τέτοια. Δηλώνει κυρίως την αποφυγή ανάληψης ευθυνών για την μεταπολιτευτική αφασία και την απόκρυψη των ευθυνών αυτών, μεταφέροντά τες σε κάποια  γνωστά πρόσωπα. Οι διαστρεβλώσεις και συγκαλύψεις στα ιστορικά και πραγματικά γεγονότα, με τον επιπόλαιο και επιφανειακό τρόπο που γίνονται, είναι καθαρά νεοελληνικό φαινόμενο.
Η χρήση του όρου «γενιά» συγκαλύπτει επι πλέον το πολιτικό περιεχόμενο της κατάληψης και τις ριζοσπαστικές συνδηλώσεις της εξέγερσης του 1973, τα οποία ανάγει σε ορισμένα άτομα που δεν έχουν πια σχέση με το γεγονός, αλλά ζούν τη ζωή τους όπως και όλα τα υπόλοιπα – η μόνη διαφορά τους είναι οι αναμνήσεις και τα βιώματα: τα μεν ενθυμούνται τον συλλογικό πυρετό της επαναστατημένης εποχής, τα δε τα ιδιωτικά δέκατα της αμέριμνης ομαλότητας. Οι ευθύνες συνεπώς των ατόμων που συμμετείχαν στην εξουσία από τα μέσα της δεκαετίας 1980 είναι ατομικές, και όχι αδιακρίτως συλλογικές ευθύνες μίας «γενιάς», οποιαδήποτε και αν είναι αυτή. Αντιστρόφως, τα άτομα που συμμετείχαν στο Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα, στην κατάληψη και στην εξέγερση ευθύνονται μόνο για τα συγκεκριμένα γεγονότα και τη συγκεκριμένη περίοδο. Μετά το τέλος των γεγονότων και της συγκεκριμένης περιόδου ουδεμία συλλογική ευθύνη φέρουν. Η περίοδος αυτή έληξε οριστικώς και ανεπιστρεπτί στις 17 Νοεμβρίου 1973. Οι συμμετέχοντες στην κατάληψη δεν ήταν ούτε κόμμα ούτε ομοιογενής ομάδα για να συνεχίσει στις αλλαγμένες πια συνθήκες της Μεταπολίτευσης, ανεξάρτητα από την κοινωνία και χωρίς αυτήν.
Αντί λοιπόν των βιαστικών σχηματοποιήσεων και των εύκολων αιτιάσεων για την ανυπόστατη πολιτικώς «γενιά του Πολυτεχνείου» στη Μεταπολίτευση θα ήταν διδακτικότερη  και δημιουργικότερη η αναζήτηση ευθυνών στην πολιτική-οικονομική-μιντιακή ελίτ, στο αντιδημοκρατικό σύστημα εξουσίας, στα συγκεκριμένα άτομα όλων των «γενιών» που συμμετείχαν σε αυτό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.  Καθώς επίσης στην κοινωνία που διαμορφώθηκε με την Μεταπολίτευση, η οποία στη συντριπτική πλειοψηφία της στήριξε επί δεκαετίες το καθεστώς, τις αντιλήψεις και τις δομές που οδήγησαν στην παρακμή, και οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με το ήθος, τον αγώνα και τους στόχους του Πολυτεχνείου.            




[1] Εκτός του ΛΑΟΣ, της «Χρυσής Αυγής» και της ΟΝΝΕΔ στη διαστρέβλωση συμβάλλουν με τις απόψεις τους και άλλοι όπως οι Στ. Ράμφος, Γ. Κύρτσος, Λ. Λαζόπουλος, Τ. Θεοδωρόπουλος κ.ά.  
[2] Λόγου χάριν Κ. Λαλιώτης, Στ. Τζουμάκας, Μ. Δαμανάκη, Ν. Χριστοδουλάκης, Χρ. Παπουτσής, Π. Ευθυμίου, Ν. Μπίστης, Μ. Ανδρουλάκης, Κ. Σκανδαλίδης, Χρ. Λαζαρίδης.
[3] Αυτός ο σκανδαλώδης γιγαντισμός οφείλεται σε έναν στρατιωτικό εθνικισμό που έχει ως πρόφαση τους ποικίλους «εξωτερικούς εχθρούς» και επιτρέπει  τις χαριστικές κρατικές δαπάνες για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τις σπατάλες για προνόμια στην «κάστα» των στρατιωτικών και τη μεγάλη διαφθορά των μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων (βλ. Τσοχατζόπουλος).  
[4] Το ίδιο ισχύει και για τον Μάιο 1968. Ο όρος «γενιά του Μάη ’68» δεν είναι δόκιμος, όσο εύχρηστος και αν φαίνεται ορισμένες φορές, για βάση σε κάποια συζήτηση. Στα γεγονότα του Μαΐου 1968 συμμετείχαν πολλές γενιές, από μαθητές, φοιτητές και εργαζομένους όλων των ηλικιών. Είναι το ίδιο όπως όταν χρησιμοποιείται ο όρος «γενιά των Λαμπράκηδων». Δεν είναι εύστοχος όρος, διότι δεν ήταν όλοι Λαμπράκηδες, αλλά κάποια μόνο άτομα που συμμετείχαν στη νεολαία αυτή της προδικτατορικής Αριστεράς. Ο όρος «Λαμπράκηδες» είναι πιο σωστός. Και στις δύο περιπτώσεις θα ήταν καταλληλότερος ο όρος «συμμετέχοντες». Σημειωτέον ότι στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής χρησιμοποιείται ο όρος «γενιά» (λ.χ. «γενιά του ’30») για να δηλώσει τους λογοτέχνες που εμφανίσθηκαν μία συγκεκριμένη περίοδο και χαρακτηρίζονται από κοινές εν γένει αισθητικές, εθνικές, κοινωνικές  ή άλλες κατευθύνσεις. Επίσης η Agnes Heller κάνει λόγο για «πολιτισμικές γενιές» που εισάγουν τις δικές τους φαντασιακές σημασίες τρόπων ζωής και διακρίνει τρεις γενιές: τη «γενιά του υπαρξισμού», αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50, τη «γενιά της αλλοτρίωσης» από τα μεσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι το 1968 και τη «γενιά του μεταμοντερνισμού» από τη δεκαετία του ’80.  Συνεπώς, η χρήση του όρου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι διαφορετική  και επιτρέπει άλλη νομιμότητα.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 29 Μαρτίου 2013]


Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας


Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα έχει αποτύχει παταγωδώς, αφού έχει οδηγήσει στη χρεοκοπία. Χρειάζεται επομένως ριζική αλλαγή, η οποία είναι αδύνατο να γίνει από τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς. Στην προοπτική αυτή ένα από τα βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι το εξής: Πώς μπορεί να γίνει η αλλαγή του συστήματος;   Πιο συγκεκριμένα: Ποιες είναι οι βασικές κινήσεις που  πρέπει να γίνουν ως πρώτο βήμα; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί πειστικά εάν πρώτα δεν ξεκαθαρισθούν ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα, όπως, «ποιος είναι ο στόχος του πολιτικού αγώνα» και «ποιος είναι ο βασικός αντίπαλος για την επίτευξη αυτού του στόχου».
Εάν στόχος είναι η δημοκρατική πολιτεία, με την έννοια της πραγματικής κυριαρχίας των πολιτών και όχι των πολιτικών, της κυριαρχίας των πολλών και όχι των αντιπροσώπων και των κομμάτων, τότε είναι εμφανές ότι στόχος είναι η αλλαγή του υπάρχοντος ολιγαρχικού κομματοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό σημαίνει συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας με πλήρη διαφάνεια.  Άρα χρειάζεται να αποδυναμωθούν οι θεσμοί και τα κέντρα εξουσίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και να αφαιρεθούν αρμοδιότητες από τα στηρίγματά του, ήτοι από κόμματα, κοινοβούλιο, δικαστική εξουσία, οικονομική ελίτ, ΜΜΕ, δημάρχους και περιφερειάρχες. Έτσι όμως προσδιορίζεται και η απάντηση στο δεύτερο ζήτημα, ότι δηλαδή βασικός αντίπαλος στον αγώνα για πραγματική δημοκρατία είναι οι πιο πάνω αναφερθέντες, οι σημασίες και οι θεσμοί του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, που επιτρέπουν και εξασφαλίζουν την ολιγαρχική διακυβέρνηση.
Η βασική σημασία του συστήματος αυτού είναι η «αντιπροσώπευση» με εργαλεία τις εκλογές και τα κόμματα. Πρώτο βήμα λοιπόν είναι η αποδυνάμωση της κομματοκρατίας και της «αντιπροσώπευσης». Η εξουσία που αποκτούν τα κόμματα οφείλεται στο γεγονός πως κάποιοι τα ψηφίζουν και τα νομιμοποιούν, δίνοντάς τους την εξουσιοδότηση να πράττουν όπως αυτά νομίζουν. Η οποιαδήποτε εξουσία υπάρχει επειδή κάποιοι συναινούν σε αυτήν. Εάν δεν υπάρχει η συναίνεση των πολλών παύει και η εξουσία. Συνεπώς το βασικό πολιτικό πρόβλημα  δεν είναι ποιο κόμμα ψηφίζουμε, σε ποιο κόμμα αναθέτουμε τη σκέψη και την πράξη μας, διότι τότε απλώς μεταφέρουμε την εξουσία σε άλλους. Το βασικό είναι το πώς μπορεί η εξουσία να μείνει σε εμάς, να ασκηθεί από την ίδια την κοινωνία - έτσι θεμελιώνεται η δημοκρατία.
Αντιθέτως, τα κόμματα αναιρούν τη δημοκρατία, διότι επιδιώκουν με κάθε τρόπο την αύξηση του ποσοστού τους για μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία, αποτρέποντας τη συμμετοχή και την πρωτοβουλία των ανθρώπων. Κάθε βουλευτής, δήμαρχος ή περιφερειάρχης αυτό που επιδιώκει παντί τρόπω είναι η εκλογή του και η επανεκλογή του. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός του, ασχέτως βεβαίως των ιδεολογικών διακηρύξεων και υποσχέσεων με τις οποίες περιτυλίγει και σερβίρει την προσωπική του φιλοδοξία. Ενώ όλα τα κόμματα και οι βουλευτές σε όλες τις χώρες και τις εποχές κόπτονται υπέρ του «λαού» και του «έθνους», εντούτοις ο «λαός» δυσπραγεί και σε περιόδους κρίσης δυστυχεί, ενώ οι ίδιοι ευτυχούν μέσα στην εξουσία και τα προνόμιά τους, από τα οποία όχι μόνο δεν παραιτούνται, αλλά και περιφρουρούν με ιδιάζοντα ζήλο και κυνισμό, όπως συμβαίνει στην χρεοκοπημένη Ελλάδα.
Το ζήτημα μπορεί να ειδωθεί και από μία άλλη πλευρά: δεδομένου ότι το ανθρώπινο ον είναι φύσει εγωιστικό και ιδιοτελές, ποιος ο λόγος να ενδιαφερθεί ο βουλευτής για τις υποθέσεις των άλλων και να θυσιάζει τον χρόνο του και τη βολή του;  Ο μόνος λόγος είναι το προσωπικό όφελος, η συμμετοχή στην εξουσία και η απόκτηση ισχύος, η προβολή και η δημοσιότητα, ο παχυλός μισθός και η γενναία σύνταξη. Όσοι χρημάτισαν βουλευτές πλούτισαν, αποκατέστησαν οικογένεια, συγγενείς, φίλους. Τα ίδια περίπου ισχύουν για τους δημάρχους, τους περιφερειάρχες, τους ανώτερους κρατικούς κομματικούς αξιωματούχους  ή ακόμη για τους κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές των ανώτερων οργάνων. 
Στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού όλα τα κόμματα,  όχι μόνο αυτά της συγκυβέρνησης, συμμετέχουν στην εξουσία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τα κόμματα της Αριστεράς: είναι στυλοβάτες του κομματοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος, αφού και αυτά στηρίζονται στην ίδια λογική της αντιπροσώπευσης, υποτάσσοντας τα κοινωνικά προβλήματα στο κομματικό συμφέρον. Συνεπώς η εκλογική ενδυνάμωση των κομμάτων εμπεδώνει στην ουσία το κοινοβουλευτικό ολιγαρχικό πολίτευμα. Με άλλα λόγια, ο δρόμος για την αλλαγή του ολιγαρχικού συστήματος προς ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι ένας: πλήρης αποδέσμευση από την εκλογική και κομματική λογική και ταυτόχρονη προσπάθεια δημιουργίας κινήσεων, πρωτοβουλιών, συνελεύσεων που θα αντιστρατεύονται τη λογική της αντιπροσώπευσης.       

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ


[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 5 Μαρτίου 2013]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com

ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Με την υπογραφή του Μνημονίου Ι την άνοιξη 2010 αρκετοί συνταγματολόγοι και νομικοί υποστήριξαν την άποψη πως η υπογραφή αυτή ήταν αντισυνταγματική. Το ίδιο υποστήριξαν για την υπογραφή του Μνημονίου ΙΙ τον Φεβρουάριο 2011, και προσέφυγαν στα δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το αποτέλεσμα βεβαίως ήταν απογοητευτικό. Οι ενέργειες αυτές προσπαθούν να αντικαταστήσουν την έλλειψη πολιτικής εκ μέρους της κοινωνίας   με νομικές διαδικασίες δήθεν αποκατάστασης του Συντάγματος. Δημιουργούν την λανθασμένη εντύπωση πως τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με νομικές διαδικασίες μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και του ισχύοντος δικαίου. Πρόκειται περί νομικισμού και συνταγματισμού, τους οποίους ενσωματώνει ευκόλως το σύστημα, αφού έχει την εξουσία να καθορίζει τα όρια  του δικαίου και της συνταγματικότητας.
Επί πλέον οι ενέργειες αυτές των συνταγματολόγων και των νομικών συγκαλύπτουν το γεγονός πως η χρεοκοπία έγινε δυνατή επειδή το πολιτικό σύστημα λειτούργησε υπό την σκέπη και την ευλογία συγκεκριμένων νόμων και συγκεκριμένου Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, την ασυδοσία και ατιμωρησία των κυβερνώντων, εξασφαλίζοντας  την υπουργική και βουλευτική ασυλία. Επίσης συγκαλύπτουν το θεμελιώδες γεγονός πως το Σύνταγμα και οι νόμοι δεν εξασφαλίζουν την λαϊκή κυριαρχία, την οποία το ισχύον Σύνταγμα διατυμπανίζει - δεν περιλαμβάνουν θεσμούς συμμετοχής των ανθρώπων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων, στην εκφραση και επιβολή της κοινωνικής βούλησης, ούτε επιτρέπουν καν στοιχειώδη έλεγχο της εξουσίας. Ισχύει δηλαδή αυτό που διαπίστωνε ήδη από τον 19ο αιώνα, ο Alexis de Tocqueville, πολιτικός και υποστηρικτής του κοινοβουλευτικού συστήματος: «Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία, λίγο-πολύ, πάντοτε συναντάται στο βάθος σχεδόν όλων των ανθρωπίνων Συνταγμάτων, έχει παραμείνει κατά κανόνα νεκρή».
Το Σύνταγμα και οι νόμοι του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος εξασφαλίζουν την κυριαρχία των κομμάτων, των γραφειοκρατών, των βουλευτών, των δημάρχων, των περιφερειαρχών, των δικαστών και περαιτέρω τα συμφέροντα των τραπεζών, των μεγάλων επιχειρήσεων, των ανώτερων κοινωνικών και οικονομικών τάξεων, των ΜΜΕ και της Εκκλησίας. Προστατεύουν επίσης την κυριαρχία αυτών των ολίγων από οποιαδήποτε κοινωνική παρέμβαση (λ.χ. απεργίες), και από κάθε επικίνδυνη πολιτική συγκέντρωση (λ.χ. η πρωτοφανής βάρβαρη καταστολή στις συγκεντρώσεις και συνελεύσεις στην πλατεία Συντάγματος τον Ιούνιο 2011).
Το ισχύον Σύνταγμα εξασφαλίζει συνεπώς την κυριαρχία των ολίγων κομματικών, την ολιγαρχική διακυβέρνηση, η οποία με τη σειρά της εξυπηρετεί τα συμφέροντά τόσο τα δικά της όσο και της ισχυρής οικονομικής ελίτ. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται και από τον συνταγματολόγο Α. Μάνεση: «Το Σύνταγμα αποτελεί τη συμπυκνωμένη έκφραση και αποτύπωση ενός συγκεκριμένου συσχετισμού κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων». Ο σημερινός συσχετισμός ευνοεί τα κόμματα, τους ισχυρούς, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα - την ιθύνουσα τάξη. Την αλήθεια αυτή είχαν διατυπώσει κάποιοι σημαντικοί στοχαστές, οι Σοφιστές, στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου–4ου  αιώνα: «το ισχύον δίκαιο σε μία κοινωνία εκφράζει το συμφέρον του ισχυροτέρου». Όμως ο Πλάτων και άλλοι αντιδημοκράτες φιλόσοφοι  συκοφάντησαν και απαξίωσαν τους Σοφιστές, με συνέπεια η αλήθεια αυτή να ξεχασθεί και να συγκαλυφθεί.   
Oι θεωρίες των συνταγματολόγων και των νομικών υπέρ του συνταγματισμού είναι αφερέγγυες για δημοκρατικές λύσεις, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν πολιτική. Tα υπάρχοντα νόμιμα πολιτικά και συνταγματικά μέσα, όχι μόνο είναι ανεπαρκή και αναποτελεσματικά, αλλά επί πλέον αποτελούν μέρος του προβλήματος, άρα δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά η αμφισβήτησή τους και η αλλαγή τους. Έτσι το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι αν τα Μνημόνια είναι αντισυνταγματικά, και άρα πρέπει να επιδιωχθεί η εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά το ότι το Σύνταγμα αυτό πρέπει να αλλάξει ριζικά και να αντικατασταθεί από ένα νέο που θα εγκαθιδρύει την ουσιαστική κυριαρχία των πολιτών, δηλαδή την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας.
Αφού το υπάρχον Σύνταγμα και οι κείμενοι νόμοι δεν υπερασπίζονται τη δημοκρατία, το κύριο ζήτημα δεν είναι να αναθεωρηθεί το ισχύον ολιγαρχικό Σύνταγμα, αλλά να υπάρξει ένα άλλο δημοκρατικό, να θεσπισθούν άλλοι νόμοι και θεσμοί, άλλες δομές και αξίες. Χρειάζεται δηλαδή μία Συντακτική συνέλευση, την οποία δεν προτείνει κανένα κόμμα της Αριστεράς. Προς τούτο απαιτείται πρωτίστως η δημιουργία ενός αυτόνομου κοινωνικού-πολιτικού υποκειμένου, που αποκτώντας συντακτική δύναμη θα μπορέσει να επιβάλλει τις αναγκαίες θεσμικές και δομικές αλλαγές, οι οποίες μόνο τότε θα γίνουν και συνταγματικό κείμενο. Πριν από το τυπικό, σημασία έχει η ουσία. Και η ουσία είναι η αυτοσυγκρότηση ενός κοινωνικού-πολιτικού κινήματος, που δεν υπάρχει σήμερα, ανεξάρτητου από κόμματα και νεφελώδη αριστερά ιδεολογήματα, και εν πολλοίς αντίθετου με αυτά.   

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Η ΒΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


 

[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 13. 2. 2013]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com


Η ΒΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


          Η άνοδος της βίας τα τελευταία έτη χαρακτηρίζει όλο και πιο πολύ τον πολιτικό βίο της χώρας. Από τη μια τα άγρια κυβερνητικά μέτρα λιτότητας και η κρατική καταστολή με τα ΜΑΤ και από την άλλη οι κουκουλοφόροι, οι μολότωφ, οι εμπρησμοί κτηρίων και αυτοκινήτων, οι λεηλασίες καταστημάτων, ακόμη και νεκροί στη Μαρφίν το 2010. Στα άκρα κυριαρχούν τόσο οι τρομοκρατικές και εγκληματικές επιθέσεις κατά μεταναστών και διαφωνούντων από τους Νεοναζί όσο οι βόμβες και τα καλάσνικωφ των παράνομων ομάδων. Το σκηνικό πλαισιώνουν οι εμφυλιοπολεμικές αντιπαραθέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, καθώς και η ραδιοτηλεοπτική βία που τρομοκρατεί καθημερινώς, κυρίως με τα δελτία ειδήσεων. Από την άλλη συνδικαλιστές, συντεχνίες και επαγγελματικές ομάδες συμβάλλουν με τη δική τους βία στο πολεμικό σκηνικό.
Επίσης στους χώρους της άκρας αριστεράς κυκλοφορούν συνθήματα όπως «βία στη βία της εξουσίας» και το παρεξηγημένο μαρξικό «η βία είναι η μαμή της ιστορίας». Οι απόψεις αυτές ανάγουν τη βία σε φετίχ, θεωρώντας πως οι αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν στο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να επιτευχθούν παρά με βίαια μέσα («επανάσταση», «εξέγερση»). Δημιουργείται έτσι μία εφιαλτική ατμόσφαιρα που από όλες τις πλευρές παρουσιάζεται ως πόλεμος, διότι ως γνωστόν ο πόλεμος δικαιολογεί τη βία.
            Μέσα σε αυτό το πολεμικό κλίμα θα πρέπει να ξεκαθαρισθούν ορισμένα βασικά ζητήματα. Οι βόμβες και τα καλάσνικωφ δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο στην τυφλή βία, και φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με την άμεση δημοκρατία όσο και αν ορισμένοι εν πλήρει συγχύσει τις συνδέουν.  Οι εμπρησμοί και οι μολότωφ δεν είναι επιχειρήματα, δεν πείθουν κανέναν, παρά μόνο τούς αυτουργούς τους. Δίνουν όμως επιχειρήματα στην εξουσία για ενδυνάμωση της καταστολής και της κρατικής βίας, ενώ ταυτοχρόνως «τρομοκρατούν» την κοινωνία και την αδρανοποιούν, όπως έγινε στην περίοδο 1975-2002 με την «17Ν». Επιχείρημα σημαίνει διάλογος με άλλους ισότιμους, πράγμα που δεν υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις. Και εδώ αγγίζουμε το ζήτημα της πολιτικής, διότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που κομίζει η βία είναι να εμποδισθεί η δημιουργία της πολιτικής, που είναι το μείζον ζητούμενο.
            Η πολιτική δημιουργείται όταν ευρέα κοινωνικά στρώματα με τη θέλησή τους, την αυτοοργάνωσή τους και τον αγώνα τους γίνονται ικανά να αμφισβητήσουν εμπράκτως το άδικο και διεφθαρμένο ολιγαρχικό σύστημα και να προτείνουν ριζικές αλλαγές. Ο αγώνας αυτός δεν έχει ως αξίωμα το φετίχ της βίας. Ο κύριος λόγος είναι ότι η βία, επειδή κηρύσσει και εφαρμόζει την επιβολή,  την αυθαιρεσία και τον καταναγκασμό, κατά κανόνα από μειοψηφίες, είναι αντίθετη προς τον λόγο, το επιχείρημα και την πειθώ, που είναι τα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής αντίληψης και πρακτικής. Η βία είναι ξένη προς την ισονομία και την ισότητα, που είναι οι βασικοί πυλώνες της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. υποκαθιστά την πολιτική, καταστρέφει την ίδια τη δυνατότητα της πολιτικής. Όταν υπάρχει βία δεν υπάρχει πολιτική, και αντιστρόφως. 
             Η «μαμή» της ιστορίας δεν είναι η βία, αλλά η δύναμη του συλλογικού αγώνα των ανθρώπων. Αρκεί η σίγουρη δύναμη του συνειδητού και αποφασισμένου πλήθους, που αυτοσυγκροτείται σε πλειοψηφικό δήμο, για να θέσει πειστικά την πρόταση της αλλαγής. H δύναμη εννοείται με την έννοια που έδωσε στον όρο η Χάνα Άρεντ, η οποία την αντιπαραθέτει στη βία: «Η δύναμη είναι ό,τι συντηρεί την ύπαρξη της δημόσιας σφαίρας, τον δυνητικό χώρο εμφάνισης μεταξύ ενεργούντων και ομιλούντων ανθρώπων». Η δύναμη δημιουργείται από ανθρώπους που συν-ομιλούν και συμ-πράττουν και αποβλέπει στον διάλογο και την πειθώ. Σε αντιδιαστολή προς αυτήν, η βία αρχίζει όταν καταργείται η δυνατότητα συν-ομιλίας και σύμ-πραξης, αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος - η βία δηλαδή είναι βουβή. Αποβλέπει στην επιβολή και την υπακοή. Εκφράζεται από άτομα ή μικρές ομάδες, ενώ η δύναμη από το πλήθος, τους πολλούς και τις συλλογικότητες. Η βία καταστρέφει, χωρίς να δημιουργεί, ενώ η δύναμη αλλάζει, θεσμίζει νέες αξίες, νέους νόμους και θεσμούς. δεν γκρεμίζει, κτίζει - κτίζει τη συμμετοχή των πολλών.
           Οι δύο μείζονες πολιτικές κινητοποιήσεις, το Πολυτεχνείο το 1973 και οι συνελεύσεις στην πλατεία Συντάγματος το 2011, ανέδειξαν την αξία της δύναμης και όχι της βίας. Όπως ακριβώς το σκοτάδι δεν εξουδετερώνεται με σκοτάδι αλλά με φως, έτσι και η βία της εξουσίας δεν καταπολεμάται με βία, αλλά με δημιουργία - με τη δημιουργία της πολιτικής, με την αυτοσυγκρότηση μιας συλλογικότητας που αποκτά δύναμη. Αυτό είναι που χρειάζεται η χειμαζόμενη κοινωνία.








ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΜΗ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 6 Ιανουαρίου 2013]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
     Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΜΗ


Το νεοελληνικό πολιτικό σύστημα και η κοινωνία βυθίζονται συνεχώς σε γενικευμένη παρακμή, χωρίς κάποια ρωγμή αλλαγής και ανάκαμψης. Από την εποχή που ξέσπασε η κρίση το 2008 δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική αλλαγή στους θεσμούς που επέτρεψαν και  διευκόλυναν την πορεία προς τον γκρεμό. Ούτε το πολιτικό σύστημα είναι πρόθυμο γι αυτό ούτε η κοινωνία δείχνει διάθεση για κάτι παρόμοιο. Επί πλέον η τελευταία επιτρέπει στους υπευθύνους της οικονομικής και πολιτικής χρεοκοπίας να ασκούν ακόμη κυβερνητικό έργο επιτείνοντας έτι περαιτέρω τη θλιβερή κατάσταση. Πράγματι, το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να προσφέρει λύση στο πρόβλημα, διότι είναι μέρος του προβλήματος. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ανακυκλώνει το πρόβλημα και τα αδιέξοδα, διότι εκεί βρίσκεται η μόνη ικανότητά του. Δεν έχει εκπαιδευθεί για κάτι άλλο, ούτε έχει την πρόθεση ούτε είναι ικανό να αναζητήσει δημιουργικές αντιλήψεις. Μερικά τελευταία δείγματα: το τρίτο Μνημόνιο, τα νέα εξουθενωτικά μέτρα λιτότητας, ο χειρισμός της λίστας Λαγκάρντ, η αδυσώπητη κυριαρχία της φοροδιαφυγής, η άρνηση για τιμωρία των υπευθύνων της χρεοκοπίας, οι αντισυνταγματικές πράξεις τόσο της κυβερνητικής εξουσίας όσο και της δικαστικής. Η τελευταία επί πλέον επέτρεψε τη νομιμότητα της νεοναζιστικής «Χρυσής Αυγής» και εξασφαλίζει την ατιμωρησία των εγκληματικών πράξεών της. 
Ενώπιον του γενικευμένου αδιεξόδου  η κοινωνία αντί να στραφεί στον εαυτό της και να αναζητήσει δημιουργική λύση στρέφεται απεγνωσμένη σε παιδαριώδεις εθνικιστικές κινήσεις, σε επικίνδυνες νεοναζιστικές βαρβαρότητες και σε πομπώδη αντιμνημονιακά και αριστερά ιδεολογήματα. Η κατάσταση αυτή δηλώνει μία διχασμένη, απροπροσανατόλιστη, ηττημένη και ηττοπαθή κοινωνία, που εκδηλώνεται τόσο στις προτιμήσεις της σε απαράδεκτους κομματικούς σχηματισμούς όσο και στο γεγονός πως ανέδειξε πρωθυπουργούς άτομα ανίκανα και ολίγιστα όπως ο Κ. Καραμανλής Β΄, ο Γ. Α. Παπανδρέου και ο Α. Σαμαράς.
Είναι ως η κοινωνία να έχει αποφασίσει υποσυνειδήτως να αυτοκτονήσει και τo πράττει με συχνές δόσεις δηλητηρίου, το οποίο  έχει πολλές μορφές: εθνικισμός, λαϊκισμός, κομματισμός, κρατισμός, συντεχνιασμός, πελατειακές σχέσεις, θρησκευτικές ιδεοληψίες, ρατσιστικές αντιλήψεις, ιδιώτευση, απάθεια για τα κοινά και το κοινό αγαθό. Κυρίως όμως παραμένει δέσμια του κομματισμού, δηλαδή της αντίληψης πως κάποιο ή κάποια κόμματα θα τη σώσουν από την καταστροφή.
Είναι ευρέως διαδεδομένη η εντύπωση πως τα κόμματα μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, πως έχουν δυνάμεις, στελέχη και θέληση για ουσιαστική αλλαγή. πως, επί πλέον, αυτός είναι και ο μόνος δρόμος. Όμως η χρεοκοπία και η γενικευμένη παρακμή διαψεύδουν αυτή την αντίληψη και αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο: το μόνο για το οποίο τα κόμματα είναι ικανά είναι το συμφέρον το δικό τους, των ανωτέρων τάξεων και η καταστροφή της χώρας. Πάντοτε τα κόμματα αποδείχθηκαν, όχι σωτήρες, αλλά ολετήρες. Αψευδής μάρτυς το παρελθόν πριν από το 2009 και μετά το 2009, μέχρι σήμερα. Όποιος δεν θέλει ή δεν μπορεί να δει αυτή την αλήθεια σημαίνει πως είτε έχει άμεσο προσωπικό συμφέρον από την κομματοκρατία είτε πάσχει απο στρουθοκαμηλισμό. Ενώ όλα τα ρολόγια δείχνουν μεσάνυκτα η κοινωνία αρνείται να τα δει.
Το έργο της «σωτηρίας» υπερβαίνει τις συνήθεις κομματικές δυνάμεις και μάλιστα νεοελληνικής κοπής. Διότι πρέπει να αλλάξουν όλα όσα έχουν αποτύχει, και έχουν αποτύχει όλα: το διοικητικό, το πολιτικό και το δικαστικό σύστημα, το παρασιτικό μοντέλο οικονομίας, παραγωγής και διανομής.  το πελατειακό κράτος, ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί...Έχουν αποτύχει όλες οι ισχύουσες σημασίες, νοοτροπίες, συμπεριφορές. οι εθνικιστικές ιδεολογίες, οι θρησκευτικές ιδεοληψίες, οι δομές, οι θεσμοί. Όλα αυτά κατάγονται από πολύ παλιά και έχουν βαθειές ρίζες, τις οποίες τα κόμματα αντί να ξεριζώνουν τις ποτίζουν επί δεκαετίες.
Το έργο της εξόδου από την γενικευμένη παρακμή είναι έργο τιτάνιο, αφού πρέπει να ανοικοδομηθεί ένα σύστημα εκ του μηδενός, στην κυριολεξία. Πράγματι, όλα έχουν καταρρεύσει, όλα είναι απέραντοι ερειπιώνες: οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, ηθικοί. Συνεπώς το μείζον πρόβλημα είναι ταυτοχρόνως οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό. Το έργο της ανοικοδόμησης μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνο από το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων, από την κινητοποίηση όλων των παραγωγικών τομέων, σε όλους τους χώρους, επαγγελματικούς, εργασιακούς, πανεπιστημιακούς, σχολικούς, στα χωριά, στις πόλεις, στις συνοικίες.     
Το επείγον πολιτικό ζήτημα δεν είναι να αλλάξει η κυβέρνηση με κάποιο κόμμα, αλλά να αλλάξει το πολιτικό σύστημα, οι δομές, οι ολιγαρχικοί θεσμοί. Οι σημαντικές και ουσιαστικές αλλαγές δεν προκύπτουν από τα κόμματα και τις εκλογές, αλλά από την αυτόνομη και δημιουργική δράση των ανθρώπων, από την απαίτηση και κινητοποίηση της κοινωνίας.

Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΤΕΣ ΤΟΥ


[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πολίτες, αρ. 26, Μάιος 2011] 


Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com

 

Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΤΕΣ ΤΟΥ  


          H αυτονομία είναι μία κομβική ιδέα στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, και στηρίζεται στην (άμεση) δημοκρατία. Οι αρχές, οι θεσμοί και οι σημασίες της πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, η οποία αποτέλεσε την πρώτη έκφραση του προτάγματος της αυτονομίας. Η ιδέα αυτή έχει προκαλέσει, όπως είναι αναμενόμενο, αρκετές συζητήσεις κυρίως όσον αφορά στο εφικτό και στους τρόπους εφαρμογής της στη σημερινή εποχή. Όμως, ορισμένα σημεία από το πλαίσιο της ιδέας αυτής έχουν παρεξηγηθεί και παρερμηνευθεί. Μερικές παρεξηγήσεις και διαστρεβλώσεις έχουν εμφιλοχωρήσει στη κριτική του Γ. Σιακαντάρη, για το  βιβλίο του Καστοριάδη «Ακυβέρνητη κοινωνία», που δημοσιεύθηκε  στην «Καθημερινή» (6 Μαρτίου 2011, σ. 11) με τον άστοχο τίτλο «Η ιδεώδης κοινωνία κατά Καστοριάδη». Τις παρεξηγήσεις αυτές, κυρίως στο τελευταίο μέρος τής κριτικής του, συζητώ εν συντομία πιο κάτω.
1. Ο Γ. Σ. αναφέρει γενικώς και αορίστως ότι «πολλοί αμφισβητούν το κατά πόσον υπήρξε τόσο άμεση» η Αθηναϊκή Δημοκρατία, χωρίς να παραθέτει ονόματα και επιχειρήματα. Όμως, ο άμεσος χαρακτήρας της αθηναϊκής δημοκρατίας έχει υποστηριχθεί αρκούντως και έχουν ανασκευασθεί τα αντίθετα επιχειρήματα. Οι δύο βασικοί θεσμοί που εξασφαλίζουν το άμεσο είναι η εκκλησία του δήμου και η κλήρωσις. Στην πρώτη συμμετέχουν άμεσα, χωρίς αντιπροσώπους, όλοι οι ενήλικοι άρρενες ελεύθεροι πολίτες, συζητούν, προτείνουν και ψηφίζουν για όλα α σημαντικά ζητήματα της πόλεως και θεσπίζουν τους νόμους – ασκούν δηλαδή την κυβερνητική και νομοθετική εξουσία. Με την κλήρωση συμμετέχουν όλοι οι πολίτες άμεσα, αυτοπροσώπως, στη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία. Με άλλα λόγια ο Αθηναίος πολίτης συμμετέχει πραγματικώς άμεσα σε όλες τις μορφές εξουσίας και στον έλεγχό της. Βλ. μεταξύ των πολλών σχετικών  κειμένων από τη διεθνή βιβλιογραφία τα έργα του Vidal-Naquet, του Hansen, του Ober, φυσικά τα κείμενα του Καστοριάδη, όπως «Η ελληνική ιδιαιτερότητα», τόμ. Β΄ και το βιβλίο μου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη» (εκδ. Παπαζήση).
2. Ο Γ. Σ γράφει ότι «οι πολλοί κατατάσσουν με ευκολία» τον Καστοριάδη στους υποστηρικτές της (άμεσης) δημοκρατίας. Όμως ο ίδιος ο φιλόσοφος σε πολλά κείμενά του, και βεβαίως στην  «Ακυβέρνητη κοινωνία», τάσσεται υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, αναλύει τις αρχές και τις σημασίες της, και την αναδεικνύει ως εναλλακτική πολιτική πρόταση στην αντιπροσώπευση, θεωρώντας την βάση τής αυτονομίας. Η ανάδειξη τής ιδέας αυτής δεν συγκαλύπτει φυσικά όλες τις άλλες πτυχές του πολυσχιδούς και πλούσιου έργου του, όπως νομίζει ο Γ. Σ. Αντιθέτως, οι πτυχές αυτές πρέπει να τονίζονται και να αναδεικνύονται, διότι βοηθούν στην καλύτερη προσέγγιση και κατανόηση της φιλοσοφίας του, η οποία διέπεται ακριβώς από τις έννοιες της δημιουργίας, της φαντασίας, της ελευθερίας και της αυτονομίας. Έχει όμως παρατηρηθεί ότι ορισμένοι ενοχλούνται και προσπαθούν να συγκαλύψουν ακριβώς την ριζοσπαστική πολιτική πτυχή του καστοριαδικού έργου, καθώς και τη ρηξικέλευθη φιλοσοφική κριτική του στην κληρονομημένη σκέψη και στη θρησκεία. 
3. Ο Γ. Σ. διατείνεται ότι ο Κ. Καστοριάδης αναζητεί την «ιδεώδη κοινωνία». Όμως αυτή είναι μία παρεξήγηση και συνιστά διαστρέβλωση των απόψεων του φιλοσόφου. Τίποτε δεν είναι πιο ξένο για τον συγγραφέα της «Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας» από την αναζήτηση της «ιδεώδους κοινωνίας». Ο ίδιος ασκεί κριτική στον Πλάτωνα και στον Μαρξ γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η αναζήτηση του Καστοριάδη δεν είναι η «ιδεώδης κοινωνία», αλλά η δίκαιη, η δημοκρατική κοινωνία, την οποία βλέπει ως αποτέλεσμα του αγώνα, της θέλησης και της φαντασίας των ανθρώπων, ως έκφραση και υλοποίηση του προτάγματος της αυτονομίας. Η (άμεση) δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο οι άνθρωποι θα συμμετέχουν στις αποφάσεις και τους νόμους, θα είναι δηλαδή υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενα, όπως είναι σήμερα στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα. Άλλωστε το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι μία προσωπική πρόταση του Καστοριάδη, αλλά υπάρχει στην ανθρώπινη ιστορία, είναι αίτημα ιστορικό και κοινωνικό, αναδύεται από τις προσπάθειες και τους αγώνες των ανθρώπων. Η πρώτη έκφρασή του ήταν στην αρχαία Ελλάδα με τη δημιουργία της δημοκρατίας και συνεχίζεται στους Νέους Χρόνους, την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και τις αστικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα. Φυσικά ουδείς από τους οραματιστές της «ιδεώδους» κοινωνίας υποστήριξε την άμεση δημοκρατία, ούτε ο Πλάτων ούτε ο Μαρξ.
4. Ο Γ. Σ. χαρακτηρίζει την αναζήτηση της δημοκρατικής κοινωνίας ουτοπική. Όμως ουτοπία είναι η αναζήτηση μίας ιδεώδους, εξιδανικευμένης και τέλειας κοινωνίας. Ενώ η (άμεση) δημοκρατία υπήρξε ιστορικό επίτευγμα, υπήρξε στην πραγματικότητα, ήταν ρεαλιστικό γεγονός, και όχι θεωρητική σύλληψη ή ουτοπία. Επί πλέον ενέπνευσε κινήματα και προσπάθειες χειραφέτησης σε όλο τον κόσμο, όπως επισημαίνει η Χάννα Άρεντ. Αντιθέτως, η ουτοπία δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη σκέψη ως θεωρητική φιλοσοφική απάντηση στη δημοκρατία. Ο εισηγητής της ουτοπίας είναι ο μεγάλος αντιδημοκράτης φιλόσοφος, ο Πλάτων, ο οποίος συνέλαβε μία πολιτεία που υπάρχει μόνο στη σκέψη του. Πρόκειται για μία εφιαλτική αντιδημοκρατική πολιτεία, με την έννοια ότι είναι κλειστή, ιεραρχική, αυταρχική και αυστηρώς «ταξική», στην οποία οι «βασιλείς φιλόσοφοι» είναι απόλυτοι κυρίαρχοι επί των άλλων δύο «τάξεων» και κυβερνούν χωρίς νόμους. Είναι ουτοπία, όχι με την έννοια ότι δεν υπήρξαν τέτοιες αντιδημοκρατικές πολιτείες, αλλά διότι αυτοί οι «βασιλείς φιλόσοφοι» δεν υπήρξαν ποτέ και είναι αδύνατο να βρεθούν όπως τους οραματιζόταν ο Πλάτων, για να δημιουργήσουν την «αρίστη πολιτεία» με ειρήνη και ευδαιμονία. Στους δρόμους της ουτοπίας κινήθηκε και ο Μαρξ, οραματιζόμενος την ιδεώδη κομμουνιστική αταξική κοινωνία μέσω αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων (Κομμουνιστικό Κόμμα, δικτατορία του προλεταριάτου). Στην  «Ακυβέρνητη κοινωνία» (σ. 27 κ.ε.) ο Καστοριάδης επιχειρηματολογεί για ποιους λόγους το πρόταγμα της αυτονομίας, η (άμεση) δημοκρατία, δεν είναι ουτοπία. Όμως ο Γ. Σ. αντιπαρέρχεται σιωπηρώς την επιχειρηματολογία αυτή. 
5. Συγχέοντας την ιδεώδη κοινωνία με τη δημοκρατική, ο Γ. Σ. αποφαίνεται δογματικώς ότι η αναζήτηση της (άμεσης) δημοκρατίας είναι «το πρώτο βήμα που οδηγεί στην ολοκληρωτική κοινωνία». Εδώ πρόκειται αφ’ενός για παρεξήγηση και σύγχυση εννοιών και αφ’ετέρου για απαξίωση και συκοφάντηση των απόψεων του Καστοριάδη. Στην ολοκληρωτική κοινωνία δεν οδήγησε η αναζήτηση της δημοκρατίας και οι δημοκρατικές ιδέες, αλλά οι αντιδημοκρατικές ιδεολογίες όπως ο ναζισμός, ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Και οι τρεις αυτές ιδεολογίες βρίσκονται στον αντίποδα της δημοκρατίας, είναι οι αναιρέσεις της, όπως έδειξαν η Άρεντ, ο  Παπαϊωάννου, ο Καστοριάδης και φυσικά η ίδια η πραγματικότητα. Σημειωτέον ότι ο ναζισμός και ο φασισμός προέκυψαν «φυσιολογικώς» μέσα από τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Ενώ η (άμεση) δημοκρατία, βασισμένη στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της άμεσης συμμετοχής των ανθρώπων σε όλες τις μορφές της εξουσίας και στον ουσιαστικό και διαρκή έλεγχο της τελευταίας, ουδεμία σχέση έχει με ολοκληρωτισμούς, ουδέποτε οδήγησε σε ολοκληρωτικά συστήματα. Αντιθέτως, δημιούργησε όλες τις απελευθερωτικές και εξισωτικές σημασίες (ελευθερία, ισότητα, εγκόσμια δικαιοσύνη των πολιτών, έλεγχο της εξουσίας, συμμετοχή, συνεργασία), που βρήκαν έκφραση τόσο σε θεσμούς, και έκτοτε επιδρούν ευεργετικά στο φαντασιακό των ανθρώπων, όσο και στα εκπληκτικά επιτεύγματα της τραγωδίας, της κωμωδίας, της ιστοριογραφίας, της ρητορικής, της φιλοσοφίας κ.ά.
6. Τέλος, ο Γ.Σ. γράφει ότι ο Καστοριάδης υποτίμησε τη σημασία του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Αυτό δεν είναι αλήθεια, διότι στα σχετικά κείμενα του φιλοσόφου είναι εμφανής η εκτίμησή του στα θετικά στοιχεία του πολιτεύματος αυτού. Ο Καστοριάδης τονίζει ότι το πρόταγμα της αυτονομίας εμφανίσθηκε για δεύτερη φορά στους Νέους Χρόνους με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα σε Αγγλία, Αμερική και Γαλλία, και  οδήγησε στην κατάρρευση της απολυταρχίας και της εκκλησιαστικοκρατίας, στις ατομικές ελευθερίες, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην κατάργηση της δουλείας και στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα. Όμως κατά τον Καστοριάδη το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα αφ’ ενός δεν αποτελεί το τέλος της ιστορίας και αφ’ ετέρου δεν είναι δημοκρατία, όπως νομίζει ο Γ. Σιακαντάρης, αλλά ολιγαρχία, φιλελεύθερη ολιγαρχία - είναι αντιδημοκρατικό, όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Στηρίζεται στην πολιτική ανισότητα και την πολιτική ανελευθερία. Διότι, οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους, ασκούν την εκτελεστική και δικαστική εξουσία, προς το συμφέρον των ολίγων, ενώ οι πολλοί όχι μόνο δεν συμμετέχουν  αλλά εκτελούν υπάκουα τις άνωθεν εντολές.
Η άποψη αυτή είναι πολιτική εκτίμηση και όχι υποτίμηση, και βεβαίως δεν είναι ιδεολογία ολοκληρωτικών αντιλήψεων, όπως αφοριστικά και συκοφαντικά αποφαίνεται ο Γ.Σ. Είναι πρόταση για την δημοκρατική κοινωνία. Άλλωστε, στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα παρατηρείται τελευταίως μία συρρίκνωση και αυτών των ελαχίστων κατακτήσεων των πολλών, πτώση του οικονομικού επιπέδου, υποβάθμιση της ποιότητας του βίου. ανεργία και φαλκίδευση των δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οι ευθύνες ανήκουν σε όλα ανεξαιρέτως τα  κόμματα που άσκησαν εξουσία, είτε «δεξιά» και «κεντρώα», είτε «σοσιαλιστικά» και «σοσιαλδημοκρατικά». Όλα  νομοθετούν προς όφελος δικό τους, προς όφελος των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ΜΜΕ, και όχι προς όφελος των κατωτέρων και μεσαίων στρωμάτων. Αυτό σημαίνει όχι μόνο κρίση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αλλά αποτυχία του, κυρίως στη  βασική του διακήρυξη ότι κυβερνά προς το κοινό συμφέρον, εξασφαλίζοντας τη γενική ευημερία και την κοινωνική ειρήνη.
Η έλλογη διαφωνία με τις απόψεις του Καστοριάδη προάγει τη συζήτηση, τον στοχασμό και τη γνώση. Όμως, το να ονομάζεται ολοκληρωτισμός η κριτική στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και η αναζήτηση της δημοκρατικής κοινωνίας, είναι συκοφάντηση των απόψεων του Κ. Καστοριάδη και της (άμεσης) δημοκρατίας. Το να χαρακτηρίζονται οι απόψεις με τις οποίες διαφωνεί ο Γ. Σ. ιδεολογία ολοκληρωτικών αντιλήψεων δημιουργεί επί πλέον δογματισμούς, διαχωρισμούς και δεν προάγει τίποτε, παρά μόνο την αυτοεπιβεβαίωση και τον αυτοεγκλεισμό Εάν ο Γ. Σιακαντάρης ενοχλείται από τις δημοκρατικές ιδέες και προτιμά τις ολιγαρχικές, είναι θέμα προσωπικής επιλογής του. Όμως, όσον αφορά στις απόψεις του Καστοριάδη, χρειάζεται προσεκτικότερη μελέτη των κειμένων του προκειμένου να διατυπωθούν πολιτικά επιχειρήματα, που να αντέχουν στη βάσανο της έλλογης κριτικής.

ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ή ΑΝΑΡΧΙΑ;


[Δημοσιεύθηκε στην Eλευθεριακή κίνηση, τ. 18, Φεβρουάριος 2009]

  

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com

                           
ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ή ΑΝΑΡΧΙΑ;


Για το βιβλίο του David Graeber

Αποσπάσματα μιας αναρχικής ανθρωπολογίας

Στάσει εκπίπτοντες, Αθήνα, 2007.


Στο βιβλίο αυτό ο αμερικανός ανθρωπολόγος David Graeber (D. G.) ασχολείται με τις κοινωνίες στις οποίες δεν υπάρχει κράτος και αγορά και χαρακτηρίζονται από συλλογικές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων. διαβλέπει σε αυτές ότι υπάρχει μια «αντιεξουσία» ή μια αναρχική τάση. Σημειωτέον ότι  οι κοινωνίες αυτές είναι σχεδόν όλες ολιγάριθμες και «πρωτόγονες», με την έννοια ότι βασίζονται στην οικογενειακή συγγένεια και το φυλετικό σύστημα, όπως οι Piaroa στους παραπoτάμους του Ορινόκο, οι Tiv στον ποταμό Benue της Νιγηρίας,  οι Malagacy της ορεινής Μαδαγασκάρης, ή οι κοινωνίες του Αμαζονίου που μελέτησε ο P. Clastres.[1] Συγκρίνει επίσης τις κοινωνίες αυτές με τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και υποστηρίζει ότι μοιάζουν στην πολιτική οργάνωση με τις δημοκρατικές πόλεις. Στην προσέγγιση αυτή του David Graeber, όπως σε όλες άλλωστε τις σχετικές προσεγγίσεις, το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν εξετάζει τι σημαίνει άμεση δημοκρατία - το πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας - με συνέπεια να δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Αυτά είναι εμφανή  όταν χρησιμοποιούνται οι όροι «αντιεξουσία», «αναρχισμός», «συμμετοχική δημοκρατία», «πλειοψηφική δημοκρατία στην επίσημη κοινοβουλευτική της μορφή» ως συνώνυμα της  άμεσης δημοκρατίας (σ. 94). Αλλά και όταν ο D. G. λέει ότι ο Μακιαβέλλι  συνέλαβε την ιδέα μιας «αβασίλευτης δημοκρατίας» (σ. 98), δεν είναι ακριβές, διότι αυτό που συνέλαβε ο φλωρεντίνος στοχαστής ήταν η ιδέα της αβασίλευτης πολιτείας (res publica, repubblica. Ίσως να φταίει η ελληνική μετάφραση που μεταφράζει λανθασμένα τον αγγλικό όρο «republic» με τον όρο «δημοκρατία»).
Χρειάζονται συνεπώς κάποιες διευκρινίσεις. Kατ’ αρχάς η αντιεξουσία ως ιδεολογία ελάχιστη σχέση έχει με την άμεση δημοκρατία.[2] Όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί από τους κλασικούς Μπακούνιν, Κροπότκιν, Προυντόν, ο αναρχισμός σημαίνει, ανάμεσα σε άλλα, κοινωνία χωρίς εξουσία και κυβέρνηση, χωρίς υπακοή στον νόμο και σε οποιαδήποτε εξουσία (σ. 3). Αντιθέτως η άμεση δημοκρατία χαρακτηρίζεται από υπακοή τόσο στους νόμους, διότι οι νόμοι θεσπίζονται από όλους του πολίτες ελευθέρως στην εκκλησία του δήμου, όσο και στην εξουσία, διότι αυτή δεν είναι μια αλλοτριωμένη εξουσία, ιδιοκτησία του ενός, των ολίγων ή ιδιωτών αλλά ασκείται εξίσου από όλους τους πολίτες «υποχρεωτικώς», καταργώντας έτσι το κράτος και τη γραφειοκρατία. Αυτή άλλωστε είναι η μεγάλη επινόηση της δημοκρατικής πολιτικής: η εξουσία δεν ανήκει σε κανέναν, ασκείται από όλους τους πολίτες. [3]
Ο συγγραφέας δέχεται αυθαιρέτως, χωρίς δηλαδή κάποια ένδειξη ή τεκμήριο, ότι υπήρξαν «πολλές εξισωτικές κοινωνίες, και μάλιστα πολύ πιο εξισωτικές από την Αθήνα  πριν από το 500 π.Χ.» (σ. 95). Με τέτοιες αστήρικτες εμμονές δεν προχωρεί ο διάλογος και η επιστήμη που θέλει να συγκροτήσει ο D. G. Αυτό που θέλει να αναιρέσει ο Αμερικανός ανθρωπολόγος είναι η αντίληψη ότι η δημοκρατία, όπως η επιστήμη και η φιλοσοφία, είναι ελληνική επινόηση. H αντίληψη όμως αυτή έχει αναλυθεί και υποστηριχθεί ποικιλοτρόπως και δεν θα επιμείνω ιδιαιτέρως εδώ.[4] Θα ασχοληθώ κυρίως με την άποψή του ότι υπάρχουν και άλλες κοινωνίες που «λαμβάνουν συλλογικές αποφάσεις» βασισμένες στην ισηγορία  και στη συναινετική διαδικασία και ότι αυτό τις προσεγγίζει με την άμεση δημοκρατία (σ. 94). Κανείς δεν αμφισβητεί ότι σε αρκετούς σχηματισμούς υπάρχουν αυτές οι πρακτικές, αυτό όμως δεν τους καθιστά αυτομάτως δημοκρατίες με την έννοια που έχουμε σχηματίσει για την άμεση δημοκρατία.[5] 
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει προκαταρκτικώς να διευκρινισθούν,   ορισμένες απόψεις του D. G. που δηλώνουν την ελλιπή εικόνα που έχει για την αρχαία Ελλάδα και ιδίως τη δημοκρατία. Όταν λ.χ. προσάπτει στην αρχαία Ελλάδα ότι ήταν «μια από τις πιο ανταγωνιστικές κοινωνίες» (σ. 97) και θεωρεί ότι ένδειξη αυτής της ανταγωνιστικότητας ήταν η μετατροπή των πάντων σε «δημόσιο διαγωνισμό» (αθλήματα, φιλοσοφία, δραματική ποίηση), αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά δεν έχει κατανοήσει τον αγωνιστικό χαρακτήρα της αρχαίας πόλεως που έχουν περιγράψει εύστοχα συγγραφείς όπως ο J. Burkchardt και η H. Arendt. Αγωνιστικός στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει κατόπιν αγώνος, κατόπιν ευγενούς συναγωνισμού και άμιλλας – όχι ανταγωνισμού. Σημαίνει τον αγώνα για να γίνεις καλύτερος, να αποκτήσεις φήμη και δόξα, όχι να βλάψεις ή να καταστρέψεις τον άλλον, τον συναγωνιζόμενο. Οταν επίσης  o D. G. γράφει (σ. 72) ότι «η αυτοκρατορία των Αχμανιδών ήταν αρκετά ελαστική όσον αφορά τον καθημερινό έλεγχο των υποτελών της εν συγκρίσει με τον έλεγχο που ασκούσαν οι Αθηναίοι στους δούλους τους», δεν επιχειρηματολογεί ούτε παραθέτει βιβλιογραφικές παραπομπές.
Eπί πλέον είναι προβληματική η απόψη του D. Graeber ότι «η πλειοψηφική δημοκρατία αποτέλεσε στις απαρχές της έναν, κατά βάση, στρατιωτικό θεσμό» (σ. 94) - την άποψη αυτή επαναλαμβάνει παραλλαγμένη πιο κάτω: «οι αποφάσεις στην αρχαία Ελλάδα λαμβάνονταν από μια ένοπλη μάζα», είτε στην αριστοκρατία, είτε στην ολιγαρχία είτε στη δημοκρατία (σ. 97). Η αλήθεια είναι ότι στην Αθήνα οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν από την «ένοπλη μάζα» αλλά από τους άοπλους πολίτες. Η άποψή του θα ήταν σωστή για τα άλλα πολιτεύματα εάν άλλαζε την διατύπωση ως εξής: στα αριστοκρατικά και ολιγαρχικά πολιτεύματα η εξουσία  ασκείται και οι αποφάσεις λαμβάνονται μόνο από αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να φέρουν όπλα. Επίσης φέρνει ως παράδειγμα τον μισθοφορικό στρατό των Μυρίων από την Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα (σ. 98). Αυτό όμως δεν είναι παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας, διότι η συλλογική διαδικασία λήψεως ορισμένων αποφάσεων δεν ταυτίζεται με την άμεση δημοκρατία. Είναι στοιχείο της άμεσης δημοκρατίας αλλά απουσιάζουν πολλά άλλα, όπως η κλήρωσις των αρχόντων και η εναλλαγή στα αξιώματα, η διαρκής ρητή αυτοθέσμιση, η αμφισβήτηση των υπαρχόντων νόμων, θεσμών και συλλογικών παραστάσεων, η κυριαρχία του γραπτού νόμου και όχι των ατόμων και των εθίμων, η δημιουργία καινούριων εννοιών, δηλαδή η εννοιοποίηση των πρακτικών του ατομικού και του συλλογικού βίου, η διαρκής διερώτηση και συζήτηση για το νόμο και τη δικαιοσύνη, η έλλογη διαδικασία των αποφάσεων και όχι υπό την επήρεια μάγων, μαγισσών και τεράτων. Η μαγική σκέψη έχει υπερβαθεί στον ελλαδικό χώρο ήδη από την εποχή του Ομήρου και η μυθική από τον 6ο αιώνα.[6]
Τα χαρακτηριστικά αυτά διαφοροποιούν τη δημοκρατία από τις προαναφερθείσες «πρωτόγονες» κοινότητες. Η κύρια διαφορά  είναι ότι αυτές οι πρωτόγονες κοινότητες δεν χαρακτηρίζονται από την ρητή αυτοθέσμιση των ίδιων των ανθρώπων, δηλαδή η αυτοδιαχείρισή τους γίνεται σε δεδομένο πλαίσιο άπαξ δια παντός, χωρίς καμία μεταβολή και αλλαγή. Η κοινότητα πορεύεται βάσει των υπαρχόντων συνηθειών, εθίμων και «αγράφων νόμων». Δεν τίθεται θέμα ρητής νομοθετικής δραστηριότητας, αμφισβήτησης του νόμου και του θεσμού,[7] πράγμα που προϋποθέτει αλλαγή των ατόμων, αλλοίωση της σύστασης του ανθρώπου, όπως το είχε δει ο Rousseau.[8] «Επομένως, γράφει ο Καστοριάδης, όταν μιλάμε για δημοκρατία, δεν πρέπει να έχουμε κατά νου μόνο την ύπαρξη μιας συνέλευσης που διαβουλεύεται και αποφασίζει συναινετικά ούτε την απουσία κυρίαρχης ομάδας. Η ελληνική δημιουργία της δημοκρατίας και της πολιτικής είναι δημιουργία ρητά αυτοθεσμίζουσας δραστηριότητας του κοινωνικού συνόλου».[9]
Θα συμπλήρωνα ότι η διαφορά αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή και από μια άλλη πλευρά. Ναι μεν σε αυτές τις πρωτόγονες κοινωνίες μπορεί να υπάρχει το πολιτικό, με την έννοια της αυτοδιαχείρισης και της συλλογικής συνέλευσης, όπως τονίζει ο Detienne και ο Abélès[10], εν τούτοις απουσιάζει η πολιτική, με την έννοια της συλλογικής αμφισβήτησης των θεσμών και της ρητής αυτοθέσμισης. Με άλλα λόγια απουσιάζει το κεντρικό και μείζον αίτημα του νόμου και η συζήτησή του: γιατί αυτός ο νόμος και όχι κάποιος άλλος, τι σημαίνει ότι ένας νόμος είναι δίκαιος, τι σημαίνει δικαιοσύνη. Η διερώτηση αυτή έχει ως συνέπεια στις ελληνικές πόλεις ο νόμος να καταστεί γραπτός και να αποκτήσει φωνή (Εcrire la loi, la faire parler),[11]  και στις δημοκρατικές επί πλέον να καταστεί υπόθεση όλων των πολιτών. Το πρόβλημα εν τέλει με τους συγγραφείς αυτούς είναι ότι χρησιμοποιούν πολύ γενικά και χαλαρά τον όρο δημοκρατία, αφού χαρακτηρίζουν δημοκρατίες και τα σημερινά πολιτεύματα, και επί πλέον διατυπώνεται η απορία «αν γνώρισαν ποτέ, πραγματικά, οι Αθηναίοι το δημοκρατικό πολίτευμα».[12]
Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς θεσμοί και συλλογικές διαβουλεύσεις αλλά και τρόπος του βίου, συλλογικός και ιδιωτικός. είναι το ευρύτερο ήθος της πόλεως που είναι αποτέλεσμα και προϋπόθεση του πολιτικού βίου. Προκύπτει από, και συνεπάγεται, τις πολιτισμικές δημιουργίες που επιτρέπουν την εξατομίκευση του πολίτη, την έξοδό του από την μάζα και τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του. με άλλα λόγια την απόκτηση της ατομικής ελευθερίας του που εκφράζεται στον ιδιαίτερο τρόπο του βίου, στο αίσθημα ασφαλείας και προστασίας, στην εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και στην αυτοεκτίμησή του. Αυτά συνοδεύονται από την αφύπνιση του πνεύματος και την εντρύφησή του στις ποικίλες δημιουργίες της πόλεως και την ενσυνείδητη απόλαυσή τους (ποίησις, θέατρο, γλυπτική, αρχιτεκτονική, ιστορία, φιλοσοφία, μουσική, λόγος, επιστήμη).[13] Με άλλα λόγια οι αξίες του δημοκρατικού ήθους αποτυπώνονται στον τρόπο του βίου και στην οργάνωση του ευρύτερου κοινωνικού και φυσικού χώρου, στοιχειοθετούν τον πολιτισμό του (από το πόλις, όπως και ο πολίτης, η πολιτική, το πολιτικό). Αυτά είναι αποτελέσματα της απελευθέρωσης του ατόμου από τον μύθο και το θείον, από τα τέρατα, τους δαίμονες και τη μοίρα, που το κρατούσαν εγκλωβισμένο στην άγνοια, στο πνεύμα των προγόνων και της φυλής, στον φόβο, τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, στο υπερφυσικό και το ά-λογο.[14]  Mε άλλα λόγια δεν δυνάμεθα να διαχωρίσουμε την πολιτική θέσμιση υπό τη στενή έννοια από την ευρύτερη ολική θέσμιση της κοινωνίας, όπως τόνισε ο Ρουσσώ και ο Καστοριάδης. Σύμφωνα με αυτούς η θέσπιση νέων νόμων, η θέσμιση της κοινωνίας προϋποθέτει ριζική και ουσιαστική αλλαγή των ατόμων, αλλοίωση της «φύσης» τους.     
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, η δημοκρατία υπήρξε ελληνική επινόηση, και είναι αλήθεια ότι από αυτήν εμπνεύσθηκε ο Δυτικός κόσμος στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί από τη θεοκρατία και την απολυταρχία του Μεσαίωνα, για να συγκροτήσει το απελευθερωτικό του πρόταγμα, να επινοήσει ξανά την επιστήμη, τη φιλοσοφία, την έννομη δικαιοσύνη και τα δικαιώματα του ανθρώπου.[15] Το ενδιαφέρον, άλλωστε, η περιέργεια και η έρευνα για τους άλλους λαούς και τους άλλους πολιτισμούς είναι δημιουργία του ελληνοδυτικού πολιτισμού (Εκαταίος, Ηρόδοτος, κ.ά.).[16] Όπως γίνεται αντιληπτό δεν θα περίμενε η ανθρωπότητα να ανακαλυφθούν από τους ανθρωπολόγους του 20ου αιώνα οι κοινωνίες του Αμαζονίου, της Ουκρανίας ή της Αιθιοπίας, για να εμπνευσθεί. Δεν έχουμε άλλωστε ακόμη παραδείγματα κοινωνιών που να έχουν εμπνευσθεί από τους Piaroa, από τους Malagacy, από τους Ochollo των ορέων Gamo της Ν. Αιθιοπίας ή από τους Κοζάκους της Ουκρανίας του 15ου-17ου αιώνα. Ισως εμπνευσθούν οι σημερινοί αναρχικοί και αντιεξουσιαστές για να εμπνεύσουν και να παραδειγματίσουν τους αναρχικούς του μέλλοντος. Το καλύτερο όμως παράδειγμα θα ήταν η έμπρακτη συμβίωση σε τέτοιες κοινωνίες και όχι μόνο η απλή παρατήρησή τους από την «ουδέτερη» οπτική του επιστήμονα ερευνητή. Οι αξίες που αναγνωρίζει κανείς δεν είναι κυρίως για θεωρητική επεξεργασία όσο για να τις ενστερνισθεί και να τις εφαρμόσει στην πράξιν, ως οδηγό στον τρόπο υπάρξεως και στον τρόπο του βίου του.     
Ωστόσο, αν σήμερα δεχόμαστε τις αξίες της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας αιτιολογώντας – και όχι δικαιολογώντας - τους αποκλεισμούς των δούλων και των γυναικών, εν τούτοις είναι πολύ προβληματικό να δεχόμαστε τις αξίες πρωτόγονων κοινωνιών που εδράζονται σε τέτοιους αποκλεισμούς. Με άλλα λόγια, σημερινές κοινωνίες με θεσμούς αυτοδιαχείρισης και συλλογικών αποφάσεων αλλά με αποκλεισμούς κοινωνικών στρωμάτων, όπως συμβαίνει με τις πρωτόγονες αυτές κοινωνίες, σύμφωνα με τις έρευνες των ανθρωπολόγων, είναι δύσκολο να χαρακτηρισθούν δημοκρατικές.[17] Αναρωτιέται βέβαια κανείς πως οι ίδιες αυτές κοινωνίες θα χαρακτήριζαν ή θα ονόμαζαν την οργάνωσή τους. Μπορεί να περιέχουν συλλογικές συναινετικές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων και ίσως αντιεξουσιαστικά ή αναρχικά χαρακτηριστικά, όπως πιστεύει ο D. Graeber, αλλά δημοκρατίες δεν είναι. Ισως θα ήταν σωστότερο να παρομοιασθούν με τις άλλες ελληνικές πόλεις που έχουν ολιγαρχίες ή αριστοκρατίες ή ακόμη με τις αρχαϊκές πόλεις, όπως κάνει ο M. Detienne και ο J.-P. Latouche.[18] Αλλωστε η «συναίνεση» που υπάρχει στις εν λόγω πρωτόγονες κοινωνίες (Ochollo, Malagacy, Κοζάκους) -  στην οποία επιμένουν ο D. G. και οι άλλοι και μάλιστα την αντιπαραθέτουν στην άμεση δημοκρατία - φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα στην περίπτωση του μισθοφορικού στρατού που περιγράφει ο Ξενοφών (Kύρου ανάβασις), καθώς και στη σπαρτιατική κοινότητα των ὁμοίων (γερόντων, ἐφόρων και ἀπέλλας).[19]    
Οι απόψεις αυτές δεν διέπονται φυσικά από κάποιο πνεύμα «ελληνοκεντρισμού» ή «δυτικοκεντρισμού», απλώς εκφράζουν μια ιστορική και πολιτική αλήθεια. Οπως είναι αλήθεια το ότι οι Ρωμαίοι επινόησαν την res publica (και στους Νέους Χρόνους την εισηγήθηκε ο Μακιαβέλλι), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κηρύσσεται κάποιος ιταλοκεντρισμός. Το ίδιο ισχύει και για τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις του 17ου-18ου αιώνα με τα κηρύγματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα όλων των ανθρώπων. Είναι μια δημιουργία και κατάκτηση του Δυτικού κόσμου χωρίς η ιστορική αυτή πραγματικότητα να σημαίνει ιδεολογικό «δυτικοκεντρισμό». Άλλωστε οι επινοήσεις δεν είναι μόνο θετικές αλλά και αρνητικές, όπως λ.χ. η αντιπαλότητα της νεωτερικότητας προς την αρχαία δημοκρατία και η υιοθέτηση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Επίσης η ιδεολογική βαρβαρότητα και μισαλλοδοξία που επινόησαν, εν αγαστή συνεργία, οι βυζαντινοί ρωμαίοι αυτοκράτορες, οι χριστιανοί θεολόγοι, οι «πατέρες της εκκλησίας» και οι Πατριάρχες, είναι μια ιστορική αλήθεια που δεν εκφράζει κάποιον βυζαντινοκεντρισμό ή χριστιανοκεντρισμό, παρά μόνο για τους νεοορθόδοξους ελληνοχριστιανούς και τους αμετανόητους βυζαντινολάτρες.   
Τα προβλήματα του βιβλίου δεν περιορίζονται μόνο στη δημοκρατία αλλά και σε άλλες περιοχές. Όπως λ.χ. όταν ο συγγραφέας τοποθετεί τις απόψεις του στην κατηγορία του «ουτοπισμού», ακυρώνοντας έτσι εξ ορισμού την εμβέλειά τους και την πειστικότητά τους (σ. 3, 13, 70). Ο πολιτικός ουτοπιστής, με την έννοια αυτού που οραματίζεται πράγματα που δεν έχουν τόπο, δηλαδή είναι ανέφικτα, ανεφάρμοστα, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ονειροπόλος, φαντασιόπληκτος ή «κόπανος» (για να χρησιμοποιήσω τον όρο που ο ίδιος ο D. Graeber υιοθετεί). Πάντως το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι ουτοπία αλλά ευτοπία της ουσιαστικής δημοκρατίας.    
Επίσης εγείρεται το ερώτημα τι σημαίνει η έκφραση «φαντασιακή αντιεξουσία» (imaginary antipower); (σ. 27). Ο όρος φαντασιακός (imaginaire, imaginary), απ’ όσο γνωρίζω, χρησιμοποιείται στην Ευρώπη με δύο σημασίες, μία του Λακάν και η άλλη του Καστοριάδη. Αλλά και με τις δύο σημασίες η έκφραση αυτή του D. G.  δεν στοιχειοθετεί αναγνωρίσιμο νόημα. Προβληματική είναι επίσης η θέση του ότι η «αντιεξουσία είναι πρώτα και κύρια ριζωμένη στην φαντασία» (σ. 38). Η  «αντιεξουσία» δεν είναι εγγεγραμμένη στα γονίδια του ανθρώπου, διαφορετικά θα έπρεπε όλες οι «ανακαλυφθείσες» πρωτόγονες φυλετικές κοινωνίες να ήταν αντιεξουσιαστικές και απολύτως εξισωτικές.
Oύτε άλλωστε η δημοκρατία είναι φυσική ή βιολογική ιδιότητα, αυθόρμητη, εγγενής και γενικευμένη. δεν οφείλεται στην τύχη, σε ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες ή σε αναδιάταξη περιέργων δυνάμεων που της επιτρέπουν να ανθίσει. Η υπόθεση ότι σε ένα «αρχικό» στάδιο η ανθρωπότητα έχει την τάση αυτοπροσδιορισμού και ισότητας θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, την ησιόδεια  και πλατωνική αντίληψη περί ιστορίας ή την ρουσσωϊκή ειδυλλιακή πρωτοκατάσταση της «φυσικής ευδαιμονίας». Αυτό που ισχύει είναι αντιθέτως η πρωταγόρεια σύλληψη της κοινωνίας και της ιστορίας. Εν ολίγοις η δημοκρατία, η αυτονομία, είναι ανθρώπινη δυνατότητα και πρόταγμα, είναι ανθρώπινη δημιουργία που οφείλεται στην επιθυμία και τον αγώνα κοινωνικών στρωμάτων, στην ενσυνείδητη και έλλογη θέλησή τους για ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, αυτονομία. Είναι θεσμός και θέσμιση.[20] Είναι φαντασιακή δημιουργία, επινόηση του κοινωνικού φαντασιακού, όχι άπαξ δια παντός αλλά δημιουργία βαθμιαία και σταδιακή. Μπορεί οι προσπάθειες αυτές να είναι λιγοστές, και να «μοιάζουν με μικρά ξέφωτα στο τεράστιο δάσος των άγριων ανισοτήτων και φυσικών ιεραρχιών», όπως σωστά επισημαίνει ο Μ. Detienne,[21] όμως είναι οι κοιτίδες και οι τροφοί του δημοκρατικού προτάγματος, της ελευθερίας και της ισότητας. 



[1] Βλ. D. G, σσ. 29-33. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στο βιβλίο είναι ελλιπείς για να έχουμε πλήρη εικόνα των κοινωνιών αυτών. Δεν αναφέρονται λ .χ. στοιχεία για τον αριθμό των μελών τους, για τη γενικώτερη κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτιστική συγκρότηση, για γραπτά κείμενα, τέχνη και θρησκεία. Ούτε υπάρχουν βιβλιογραφικές ενδείξεις. 
[2] Βλ. σε παρεμφερές πλαίσιο τις εύστοχες επισημάνσεις του Γ. Καρύτσα, «Καστοριάδης και Αναρχικοί»,  Ελευθεριακή κίνηση, τ. 17, Νοέμβριος 2007.
[3] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007. Η ασάφεια στην ορολογία του D. Graeber φαίνεται και στη σ. 39 όπου γράφει ότι η «αντιεξουσία...είναι η δεσπόζουσα μορφή της κοινωνικής εξουσίας» (sic)  και ότι «η αντιεξουσία παίρνει τη μορφή αυτών που θα αποκαλούσαμε θεσμούς άμεσης δημοκρατίας...».
[4] Για περισσότερα και για ξεκαθάρισμα παραπέμπουμε μεταξύ των πολλών μελετών στα έργα: E. Husserl, Το πνεύμα της γεωμετρίας (1936), μτφ.-επιμ. Π. Κόντος, Εκκρεμές, Αθήνα, 2003. Ν. Βourbaki, Elements d’histoire des mathematiques (1940), Masson, Paris, 1995. J. Dieudonné, Για την τιμή του ανθρωπίνου πνεύματος, μτφ., Δίαυλος, Αθήνα. G. E. R. Lloyd, Origines et developpement de la science grecque. Magie, raison et experience (1979), μτφ., Flammarion, Paris, 1996. Kαστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα (2004), Κριτική, Αθήνα, 2007, σσ. 122-131. W. Burkert, The Orientalizing Revolution, Cambridge University Press, Cambridge Mass., 1992, σσ. 46, 47. B. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος(1946), μτφ., ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1984.  
[5] Βλ. ενδεικτικώς Καστοριάδης, Η αρχαία δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Υψιλον, Αθήνα, 1986. «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας» (1979), Χώροι του ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα, 1995. M. Finley, Αρχαία και σύγχρονη δημοκρατία (1973), Ευρύαλος, Αθήνα, 1989. Vidal-Naquet, “Une invention grecque: la démocratie”, Esprit, No 197, Décembre 1993. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
[6] Βλ. W. F. Otto, Les Dieux de la Grèce (1929), Payot, Paris, 1981, με πρόλογο του Μ. Detienne. J. – P. Vernant, Les origines de la pensée grecque (1962), Paris, 1990. W. Nestle, Από τον μύθο στον λόγο (1940), μτφ. Α. Γεωργίου, Γνώση, Αθήνα, 1999. Κ. Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, όπ. π. Αυτό δεν σημαίνει ότι στην πόλιν ο μύθος έχει πλήρως εξαλειφθεί, ότι ο λόγος είναι κύριος των πάντων και δεν διασώζονται άλογες και σκοτεινές πτυχές, όπως έχουν δείξει ορισμένοι συγγραφείς, Dodds, N. Loraux, J.-P. Vernant, P. Vidal-Naquet, M. Detienne. Πρέπει να διευκρινίσω ότι στόχος μου δεν είναι η μυθοποίηση και εξιδανίκευση της ελληνικής πόλεως και της δημοκρατίας, αλλά η ανάδειξη των στοιχείων, τα οποία σε αντίθεση ακριβώς με τη μαγεία, τον μύθο, τη θρησκεία και την ετερονομία, δημιουργούν αγωνιστικώς έννοιες και θεσμούς ελευθερίας, ισότητας, δημοκρατίας, καθώς επίσης τη φιλοσοφία και την επιστήμη.
[7] Αυτό είναι περισσότερο έκδηλο στην περίπτωση των Ochollo, οι οποίοι μετά την παρακμή του συστήματός τους, ενσωματώνονται ομαλώς στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Οι προσπάθειες των νεωτέρων να αναβιώσουν τις συνελεύσεις των πατέρων τους στηρίζονται ακριβώς στους παραδοσιακούς κανόνες, ιεραρχίες και αξιώματα. Βλ. Abélès, «Revenir chez les Ochollo», in Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole?, (Le genre humain), Seuil, 2003, σ. 407-412.     
[8] J.-J. Rousseau, Το κοινωνικό συμβόλαιο, μτφ. Β. Γρηγοροπούλου-Α. Σταϊνχάουερ, Πόλις, Αθήνα, 2006, βιβ. ΙΙ, κεφ. 7, σ. 92.  
[9] Βλ. Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, Κριτική, Αθήνα, 2007, σ. 97-98. Επίσης του ιδίου, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα, 1995, σ. 196 και «Η αθηναϊκή δημοκρατία: βάσιμα και αβάσιμα ερωτήματα», Η άνοδος της ασημαντότητας, Υψιλον, Αθήνα, 2000, σ. 230.
[10] M. Detienne, Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, μτφ., Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σ. 135, όπου ως σημαντικά στοιχεία οργανώσεως του «τόπου του πολιτικού» (lieu du politique) θεωρούνται η ατομική ψήφος, ο καθορισμός μιας πλειοψηφίας και η καθιέρωση της απαρτίας. Επίσης M. Detienne «Des pratiques dassemblée aux formes du politique », in M. Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole ?, (Le genre humain), Seuil, Paris, 2003, σ. 29 (το κείμενο αυτό εμπεριέχεται επίσης και στο προαναφερθέν βιβλίο του M. Detienne και αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιό του). M. Abélès, Le lieu du politique, Societé d’ ethnographie, Paris, 1983. M. Abélès,  “Revenir chez les Ochollo”, in Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole?, (Le genre humain), Seuil, 2003, σ. 407. 
[11] Bλ. Detienne, «Des pratiques d’ assemblée aux formes du politique », in M. Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole ?, όπ.π. σ. 25. Θα πρέπει σημειωθεί ότι η ευστοχία της γαλλικής έκφρασης χάνεται στην ελληνική της απόδοση ως «Η γραφή και η φωνή του νόμου», στο  Μ. Detienne, Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, όπ. π., σ. 130
[12] Μ. Detienne, Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα (2000), μτφ., Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σ. 116. D. Graeber, όπ. π., σ. 94, 100, όπου γίνεται λόγος για «ρεπουμπλικανική δημοκρατία» και για «πλειοψηφική άμεση δημοκρατία». Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole ?, όπ. π., ενδεικτικώς σ. 13, 33, 303. Σημειώνω από το τελευταίο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο Abélès ενώ θεωρεί ότι η δημοκρατία είναι η κυριαρχία της πλειοψηφίας, η οποία δεν επιτρέπει την κάρπωση της εξουσίας από άτομα ή ομάδες, εν τούτοις χαρακτηρίζει τα σημερινά πολιτεύματα δημοκρατίες (στο «Revenir chez les Ochollo», Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole?, όπ. π., σ. 407).   
[13] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, όπ. π., ιδίως κεφ. «Η ατομική ελευθερία».
[14]  Οι διαπιστώσεις αυτές δεν σημαίνει ότι όλες οι αρνητικές πλευρές έχουν εξαλειφθεί, ότι η δημοκρατική κοινωνία είναι διαφανής, ορθολογική και ιδανική. Ούτε προτείνεται μια εξιδανικευμένη κοινωνία χωρίς ανταγωνισμούς, απαλείφοντας ή αγνοώντας τα ποικίλα αντιθετικά και ετερογενή στοιχεία που την απαρτίζουν. Αυτό που προσπαθώ να αναδείξω είναι η ιδιαιτερότητα, το καινούριο που η κοινωνία αυτή δημιούργησε με τους αγώνες της. Αλλωστε εδώ δεν κάνω ιστορία και εξαντλητική ανάλυση του αρχαίου κόσμου και της δημοκρατικής κοινωνίας – αυτά έχουν γίνει από πολλούς άλλους και πιο αρμόδιους.
[15] Εξ ίσου αληθής είναι φυσικά και η πρόταση ότι αυτές οι πρωτόγονες φυλές «επινόησαν» τις πρακτικές συνέλευσης, όπως τις περιγράφει ο D. Graeber και οι άλλου ανθρωπολόγοι.
[16] Φυσικά οι διαπιστώσεις αυτές δεν έγιναν από Ελληνες, «ελληνοκεντριστές» ή εθνικιστές, αλλά από Γερμανούς, Γάλλους, Αγγλους, Αμερικανούς, κ.ά. (ενδεικτικώς: Hegel, Marx, Jaeger, Snell, Αrendt, Nestle, Vernant, Vidal-Naquet, Grote, Burnet, Barker, Guthrie, St Croix, Finley, Hansen, Forest, Farrar, Ober κ.ά).
[17]  Για τέτοιους αποκλεισμούς βλ. λ.χ. σ. 26 στο εν λόγω βιβλίο του D. Graeber και στο M. Abélès, «Revenir chez les Ochollo» , M. Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole ?, (Le genre humain), Seuil, Paris, 2003, σ. 394 κ.ε.
[18] Μ. Detienne, Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, όπ.π., σ. 120, 128, 135 και J.-P. Latouche, «Maison d’ assemblée au milieu du Pacifique»,  Μ. Detienne (ed.), Qui veut prendre la parole?, όπ. π., σ. 322
[19] Την προσέγγιση της σπαρτιατικής κοινότητας των ὁμοίων με τον θύλακα της φυλής Ochollo και τον κύκλο των Κοζάκων πραγματοποιεί και ο Μ. Detienne, Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, όπ.π., σ. 135.
[20]  Και όχι «μυστικιστικός τρόμος» ενώπιον του οποιουδήποτε θεσμού όπως στους Tiv, που σημειώνει ο D. Graeber, σ. 31.
[21] M. Detienne, Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, όπ.π., σ. 133.